ἰλλός: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1251.png Seite 1251]] ὁ, der die Augen verdreht, schielt; ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν Ar. Thesm. 846, wie wir sagen "ich habe mich fast blind gesehen"; nach Moeris att. für das hellenistische [[στραβός]]. Schol. Ar. führt aus Sophron auch ἰλλότερος an.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1251.png Seite 1251]] ὁ, der die Augen verdreht, schielt; ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν Ar. Thesm. 846, wie wir sagen "ich habe mich fast blind gesehen"; nach Moeris att. für das hellenistische [[στραβός]]. Schol. Ar. führt aus Sophron auch ἰλλότερος an.
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />louche (<i>propr.</i> qui tourne les yeux).<br />'''Étymologie:''' [[ἴλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰλλός''': ὁ, ([[ἴλλω]]) ἀλλοίθωρος (κατὰ τὸν Μοῖρ. «ἰλλόν, Ἀττικῶς. στραβόν, Ἑλληνικῶς), ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν, «ἀπὸ τὸ κύττα, κύττα νὰ τὸν [[περιμένω]] στράβωσαν τὰ «μάτια μου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 846. - Συγκρ. ἰλλότερος, ἰλλοτέρα τᾶν κορωνᾶν Σώφρων παρὰ τῷ Σχολιαστῇ εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 846.
|lstext='''ἰλλός''': ὁ, ([[ἴλλω]]) ἀλλοίθωρος (κατὰ τὸν Μοῖρ. «ἰλλόν, Ἀττικῶς. στραβόν, Ἑλληνικῶς), ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν, «ἀπὸ τὸ κύττα, κύττα νὰ τὸν [[περιμένω]] στράβωσαν τὰ «μάτια μου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 846. - Συγκρ. ἰλλότερος, ἰλλοτέρα τᾶν κορωνᾶν Σώφρων παρὰ τῷ Σχολιαστῇ εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 846.
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />louche (<i>propr.</i> qui tourne les yeux).<br />'''Étymologie:''' [[ἴλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλλός Medium diacritics: ἰλλός Low diacritics: ιλλός Capitals: ΙΛΛΟΣ
Transliteration A: illós Transliteration B: illos Transliteration C: illos Beta Code: i)llo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἴλλω) squinting (acc. to Moer., Att. for στραβός) , ἰ. γεγενῆσθαι to get a squint, Ar.Th.846: Comp. ἰλλότερος Sophr.158, cf. Gal.17(1).680.

German (Pape)

[Seite 1251] ὁ, der die Augen verdreht, schielt; ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν Ar. Thesm. 846, wie wir sagen "ich habe mich fast blind gesehen"; nach Moeris att. für das hellenistische στραβός. Schol. Ar. führt aus Sophron auch ἰλλότερος an.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
louche (propr. qui tourne les yeux).
Étymologie: ἴλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλλός: ὁ, (ἴλλω) ἀλλοίθωρος (κατὰ τὸν Μοῖρ. «ἰλλόν, Ἀττικῶς. στραβόν, Ἑλληνικῶς), ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν, «ἀπὸ τὸ κύττα, κύττα νὰ τὸν περιμένω στράβωσαν τὰ «μάτια μου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 846. - Συγκρ. ἰλλότερος, ἰλλοτέρα τᾶν κορωνᾶν Σώφρων παρὰ τῷ Σχολιαστῇ εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 846.

Greek Monolingual

ἰλλός, ὁ (Α)
ο αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλλω «στρέφω, γυρίζω» — μαρτυρείται και θηλ. ἰλλίς σε γλώσσα του Ησύχ. ἰλλίς
στρεβλή, διεστραμμένη. Η λ. ἰλλός έχει συγκριτικό βαθμό ἰλλότερος, ενώ από αυτήν σχηματίστηκαν κύρια ον.: Ἰλλεύς, Fίλλων.
ΠΑΡ. αρχ. ιλλαίνω, ιλλίζω, ιλλώδης, ιλλώπτω].
ἴλλος, ο (Α)
ιων. τ. οφθαλμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ἰλλός «αλλήθωρος»].

Russian (Dvoretsky)

ἰλλός: ὁ косоглазый: ἰ. γεγένημαι προσδοκῶν ὁ δ᾽ οὐδέπω Arph. ожидая (Эврипида), я проглядел все глаза (досл. чуть глаз не скосил), а его все нет.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: squinting (Ar., Sophr.), f. ἰλλίς στρεβλή, διεστραμμένη H. Note ἰλλός = ὀφθαλμός Poll. 2, 54.
Derivatives: ἰλλώδης id. and ἰλλαίνω (Hp.), ἰλλώπτω (Com., cf. Debrunner IF 21, 211f.), ἰλλίζω (Suid.) squint, look askance, also ἴλλωσις squinting (Hp.) as from *ἰλλόω. PN Ίλλεύς (Boßhardt Die Nom. auf -ευς 132).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1140] *uel- turn, wind or PG [Pre-Greek]
Etymology: From ἴλλω turn, wind, s. 2. εἰλέω?

Frisk Etymology German

ἰλλός: {illós}
Forms: f. ἰλλίς· στρεβλή, διεστραμμένη H.
Meaning: schielend (Ar., Sophr. u. a.),
Derivative: Davon ἰλλώδης ib. und ἰλλαίνω (Hp.), ἰλλώπτω (Kom., vgl. Debrunner IF 21, 211f.), ἰλλίζω (Suid.) schielen, einen schief ansehen, außerdem ἴλλωσις das Schielen (Hp.) wie von *ἰλλόω. PN Ἰλλεύς (Boßhardt Die Nom. auf -ευς 132).
Etymology : Von ἴλλω drehen, winden, s. 2. εἰλέω.
Page 1,723