ὀλιγοδρανής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ές, wenig vermögend, ohnmächtg; Ar. Av. 686; Luc. Tragodop. 663. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ές, wenig vermögend, ohnmächtg; Ar. Av. 686; Luc. Tragodop. 663. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />faible, épuisé, exténué.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[δράω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγοδρᾰνής''': -ές, ὁ ὀλίγην δύναμιν ἔχων, [[ἀσθενής]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 686, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 663. | |lstext='''ὀλῐγοδρᾰνής''': -ές, ὁ ὀλίγην δύναμιν ἔχων, [[ἀσθενής]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 686, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 663. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, of little might, feeble, Ar.Av.686, Luc.Trag.324.
German (Pape)
[Seite 320] ές, wenig vermögend, ohnmächtg; Ar. Av. 686; Luc. Tragodop. 663.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
faible, épuisé, exténué.
Étymologie: ὀλίγος, δράω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοδρᾰνής: -ές, ὁ ὀλίγην δύναμιν ἔχων, ἀσθενής, Ἀριστοφ. Ὄρν. 686, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 663.
Greek Monolingual
ὀλιγοδρανής, -ές (Α)
αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α-δρανής, λιπο-δρανής].
Greek Monotonic
ὀλῐγοδρᾰνής: -ές (δραίνω), αυτός που διαθέτει μικρή ισχύ, αδύναμος, ασθενής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγοδρᾰνής: слабый, немощный Arph., Luc.