ὀρθόπολις: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὀρθόπολις]] m. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[who]] makes the [[city]] [[secure]] (cf. Williger, Sprachl. Unters., 11&#774;{3}) Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων [[ἄωτον]] ὀρθόπολιν (O. 2.7)
|sltr=[[ὀρθόπολις]] m. adj., [[who]] makes the [[city]] [[secure]] (cf. Williger, Sprachl. Unters., 11&#774;{3}) Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων [[ἄωτον]] ὀρθόπολιν (O. 2.7)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:55, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόπολις Medium diacritics: ὀρθόπολις Low diacritics: ορθόπολις Capitals: ΟΡΘΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: orthópolis Transliteration B: orthopolis Transliteration C: orthopolis Beta Code: o)rqo/polis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, upholding the city, Pi.O.2.7, BCH23.302 (Termessus).

German (Pape)

[Seite 375] Städte aufrecht erhaltend, lenkend, Pind. Ol. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ τῇ ἑαυτοῦ δικαιοσύνῃ ὀρθῶν καὶ σῴζων τὰς πόλεις, Πινδ. Ο. 2. 14, πρβλ. ἐρυσίπολις, σῳζόπολις.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
qui dirige sagement la Cité.
Étymologie: ὀρθός, πόλις.

English (Slater)

ὀρθόπολις m. adj., who makes the city secure (cf. Williger, Sprachl. Unters., 11̆{3}) Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων ἄωτον ὀρθόπολιν (O. 2.7)

Greek Monolingual

ὀρθόπολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που ανορθώνει και διασώζει τις πόλεις με τη δικαιοσύνη του, αυτός που διοικεί ορθά και δίκαια την πόλη.

Greek Monotonic

ὀρθόπολις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που ανορθώνει, που σώζει την πόλη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόπολις: εως adj. правящий государством или городом Pind.

Middle Liddell

ὀρθό-πολις, εως,
upholding the city, Pind.