ὑπεκθέσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και κρητ. τ. [[ὑπεχθέσιμος]], -ον, Α<br />(για [[εμπόρευμα]]) αυτός που τοποθετείται [[κάπου]] για να εξαχθεί [[πάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>υπεκθε</i>- του [[ὑπεκτίθεμαι]] (<b>πρβλ.</b> μτχ. αορ. <i>ὑπεκθέ</i>-<i>μενος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἰά</i>-<i>σιμος</i>)].
|mltxt=και κρητ. τ. [[ὑπεχθέσιμος]], -ον, Α<br />(για [[εμπόρευμα]]) αυτός που τοποθετείται [[κάπου]] για να εξαχθεί [[πάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>υπεκθε</i>- του [[ὑπεκτίθεμαι]] (<b>πρβλ.</b> μτχ. αορ. <i>ὑπεκθέ</i>-<i>μενος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σιμος</i> ([[πρβλ]]. [[ἰάσιμος]])].
}}
}}

Revision as of 17:04, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκθέσῐμος Medium diacritics: ὑπεκθέσιμος Low diacritics: υπεκθέσιμος Capitals: ΥΠΕΚΘΕΣΙΜΟΣ
Transliteration A: hypekthésimos Transliteration B: hypekthesimos Transliteration C: ypekthesimos Beta Code: u(pekqe/simos

English (LSJ)

ον, of merchandise, deposited for re-exportation, GDI5040.25 (Crete, written ὑπεχθέσιμος); cf. ὑπεκτίθεμαι 11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκθέσιμος: -ον, ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κατατεθειμένος πρὸς ἐξαγωγὴν πάλιν, Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 2556. 25, ἔνθα φέρεται ὑπεχθέσιμος· πρβλ. ὑπεκτίθεμαι ΙΙ, καὶ ἴδε Böckh σ. 414.

Greek Monolingual

και κρητ. τ. ὑπεχθέσιμος, -ον, Α
(για εμπόρευμα) αυτός που τοποθετείται κάπου για να εξαχθεί πάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπεκθε- του ὑπεκτίθεμαι (πρβλ. μτχ. αορ. ὑπεκθέ-μενος) + κατάλ. -σιμος (πρβλ. ἰάσιμος)].