ὑποπορεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=aller à la dérobée sous, se glisser sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πορεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποπορεύομαι''': πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι [[ὑποκάτω]], διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5. | |lstext='''ὑποπορεύομαι''': πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι [[ὑποκάτω]], διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:30, 2 October 2022
English (LSJ)
go secretly, Plu.Tim.18; διὰ τῶν ὑπονόμων Id.Cam. 5.
German (Pape)
[Seite 1229] dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18.
French (Bailly abrégé)
aller à la dérobée sous, se glisser sous.
Étymologie: ὑπό, πορεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπορεύομαι: πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι ὑποκάτω, διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5.
Greek Monolingual
Α πορεύομαι
1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.)
2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ὑποπορεύομαι: αποθ., προχωρώ κάτω από το έδαφος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπορεύομαι: тайно проходить, незаметно проникать (διὰ τῶν ὑπονόμων Plut.).