ῥυδόν: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0850.png Seite 850]] adv., = Vorigem, Od. 15, 426. ῥυδὸν [[ἀφνειός]], überflüssig reich. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0850.png Seite 850]] adv., = Vorigem, Od. 15, 426. ῥυδὸν [[ἀφνειός]], überflüssig reich. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec affluence, en foule, abondamment.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]], -δον. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῠδόν''': Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., [[κούρη]] δ’ εἴμ’ Ἀρύβαντος ἐγὼ ῥυδὸν ἀφνειοῖο, «[[ῥύδην]] πλοῦτον ἔχοντος, [[τουτέστι]], τῷ πλούτῳ [[χύδην]] πλουτοῦντος, ... πλουσίου. (Σχόλ.) Ὀδ. Ο. 426. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυδὸν ἢ [[ῥύδην]]· [[χύδην]], δαψιλῶς, ῥευστικῶς, σφοδρῶς». | |lstext='''ῥῠδόν''': Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., [[κούρη]] δ’ εἴμ’ Ἀρύβαντος ἐγὼ ῥυδὸν ἀφνειοῖο, «[[ῥύδην]] πλοῦτον ἔχοντος, [[τουτέστι]], τῷ πλούτῳ [[χύδην]] πλουτοῦντος, ... πλουσίου. (Σχόλ.) Ὀδ. Ο. 426. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυδὸν ἢ [[ῥύδην]]· [[χύδην]], δαψιλῶς, ῥευστικῶς, σφοδρῶς». | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:40, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv. = ῥύδην, ῥυδὸν ἀφνειός abundantly rich, Od.15.426: ῥουδόν (Lacon. ?): ῥευστικῶς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 850] adv., = Vorigem, Od. 15, 426. ῥυδὸν ἀφνειός, überflüssig reich.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec affluence, en foule, abondamment.
Étymologie: ῥέω, -δον.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠδόν: Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., κούρη δ’ εἴμ’ Ἀρύβαντος ἐγὼ ῥυδὸν ἀφνειοῖο, «ῥύδην πλοῦτον ἔχοντος, τουτέστι, τῷ πλούτῳ χύδην πλουτοῦντος, ... πλουσίου. (Σχόλ.) Ὀδ. Ο. 426. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυδὸν ἢ ῥύδην· χύδην, δαψιλῶς, ῥευστικῶς, σφοδρῶς».
English (Autenrieth)
(σρέω): adv., in floods, ‘enormously,’ Od. 15.426†.
Greek Monolingual
και ῥουδόν Α
επίρρ. άφθονα, με ορμητική ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF του ῥέω + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. αναφαν-δόν). Ο τ. ῥουδόν ῥευστικῶς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι διαλεκτικός, πιθ. λακωνικός].
Greek Monotonic
ῥῠδόν: επίρρ., = το προηγ., άφθονα, πλούσια, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῠδόν: adv. ῥέω обильно, чрезвычайно: ῥ. ἀφνειός Hom. весьма богатый.
Middle Liddell
= ῥῠ́δην]
abundantly, Od.