ῥοιζώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ες, geräuschartig, geräuschvoll, Sp.; τὸ ῥοιζῶδες, geräuschvolle Schnelligkeit, Plut.; τῆς περιαγωγῆς, de fac. in orbe lun. 6, besser als die [[varia lectio|v.l.]] ῥιζῶδες.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ες, geräuschartig, geräuschvoll, Sp.; τὸ ῥοιζῶδες, geräuschvolle Schnelligkeit, Plut.; τῆς περιαγωγῆς, de fac. in orbe lun. 6, besser als die [[varia lectio|v.l.]] ῥιζῶδες.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />bruyant ; impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοῖζος]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοιζώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς ὁρμητικὸν ἦχον ἢ μετὰ ἤχου ὁρμητικοῦ, [[θορυβώδης]], Γαλην.· τὸ ῥοιζῶδες, ὁρμητικὴ μετὰ συριγμοῦ καὶ θορύβου [[κίνησις]], Πλούτ. 2. 923C.
|lstext='''ῥοιζώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς ὁρμητικὸν ἦχον ἢ μετὰ ἤχου ὁρμητικοῦ, [[θορυβώδης]], Γαλην.· τὸ ῥοιζῶδες, ὁρμητικὴ μετὰ συριγμοῦ καὶ θορύβου [[κίνησις]], Πλούτ. 2. 923C.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />bruyant ; impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοῖζος]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοιζώδης Medium diacritics: ῥοιζώδης Low diacritics: ροιζώδης Capitals: ΡΟΙΖΩΔΗΣ
Transliteration A: rhoizṓdēs Transliteration B: rhoizōdēs Transliteration C: roizodis Beta Code: r(oizw/dhs

English (LSJ)

ες, like or with a rushing noise, of the pulse, Archig. ap. Gal.8.647; of emission of breath, Id.5.231: τὸ ῥ. rapid, whizzing motion, Plu.2.923c.

German (Pape)

[Seite 848] ες, geräuschartig, geräuschvoll, Sp.; τὸ ῥοιζῶδες, geräuschvolle Schnelligkeit, Plut.; τῆς περιαγωγῆς, de fac. in orbe lun. 6, besser als die v.l. ῥιζῶδες.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
bruyant ; impétueux.
Étymologie: ῥοῖζος, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοιζώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς ὁρμητικὸν ἦχον ἢ μετὰ ἤχου ὁρμητικοῦ, θορυβώδης, Γαλην.· τὸ ῥοιζῶδες, ὁρμητικὴ μετὰ συριγμοῦ καὶ θορύβου κίνησις, Πλούτ. 2. 923C.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ῥοῑζος
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥοιζῶδες
η κίνηση που συνοδεύεται από θόρυβο, από σφύριγμα.

Russian (Dvoretsky)

ῥοιζώδης: шумящий, шумный Plut.