νουθέτησις: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nouqe/thsis
|Beta Code=nouqe/thsis
|Definition=εως, ἡ, [[admonition]], [[warning]], <span class="bibl">Eup.66</span>; διδαχὴ καὶ ν. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>399b</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span>72</span> G.; ῥάβδου ν. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>700c</span>, etc.
|Definition=εως, ἡ, [[admonition]], [[warning]], <span class="bibl">Eup.66</span>; διδαχὴ καὶ ν. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>399b</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span>72</span> G.; ῥάβδου ν. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>700c</span>, etc.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'avertir, d'admonester.<br />'''Étymologie:''' [[νουθετέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νουθέτησις''': ἡ, [[συμβουλή]], [[παραίνεσις]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 27, Πλάτ. Πολ. 393Β· ῥάβδου ν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 700C, κτλ.· - ὁ [[τύπος]] νουθετισμὸς ἐν Μενάνδρ. Ἀδήλ. 398, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ Πολυδ. Θ΄, 139 «[[φαῦλος]] γὰρ ὁ Μενάνδρου [[νουθετισμός]], [[ἐπίπληξις]] δὲ καὶ σωφρονισμὸς καὶ [[ἐπιτίμησις]]» κτλ. - Ὁ Φώτ. ἔχει: νουθετησμὸν διὰ τοῦ η, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 511.
|lstext='''νουθέτησις''': ἡ, [[συμβουλή]], [[παραίνεσις]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 27, Πλάτ. Πολ. 393Β· ῥάβδου ν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 700C, κτλ.· - ὁ [[τύπος]] νουθετισμὸς ἐν Μενάνδρ. Ἀδήλ. 398, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ Πολυδ. Θ΄, 139 «[[φαῦλος]] γὰρ ὁ Μενάνδρου [[νουθετισμός]], [[ἐπίπληξις]] δὲ καὶ σωφρονισμὸς καὶ [[ἐπιτίμησις]]» κτλ. - Ὁ Φώτ. ἔχει: νουθετησμὸν διὰ τοῦ η, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 511.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'avertir, d'admonester.<br />'''Étymologie:''' [[νουθετέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:39, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθέτησις Medium diacritics: νουθέτησις Low diacritics: νουθέτησις Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΣΙΣ
Transliteration A: nouthétēsis Transliteration B: nouthetēsis Transliteration C: nouthetisis Beta Code: nouqe/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ, admonition, warning, Eup.66; διδαχὴ καὶ ν. Pl.R.399b, Epicur.Nat.72 G.; ῥάβδου ν. Pl.Lg.700c, etc.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'avertir, d'admonester.
Étymologie: νουθετέω.

Greek (Liddell-Scott)

νουθέτησις: ἡ, συμβουλή, παραίνεσις, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 27, Πλάτ. Πολ. 393Β· ῥάβδου ν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 700C, κτλ.· - ὁ τύπος νουθετισμὸς ἐν Μενάνδρ. Ἀδήλ. 398, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ Πολυδ. Θ΄, 139 «φαῦλος γὰρ ὁ Μενάνδρου νουθετισμός, ἐπίπληξις δὲ καὶ σωφρονισμὸς καὶ ἐπιτίμησις» κτλ. - Ὁ Φώτ. ἔχει: νουθετησμὸν διὰ τοῦ η, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 511.

Greek Monotonic

νουθέτησις: ἡ, συμβουλή, παραίνεση, προειδοποίηση, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

νουθέτησις: εως ἡ увещевание, наставления, уговоры Eur., Plat. etc.

Middle Liddell

νουθέτησις, ιος, ἡ,
admonition, warning, Eur., Plat., etc.

English (Woodhouse)

admonition, chastening, counsel, rebuke

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)