μεγαλοκευθής: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0106.png Seite 106]] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0106.png Seite 106]] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très profond.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κεύθω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοκευθής''': -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, [[περιεκτικός]], [[εὐρύχωρος]], θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.
|lstext='''μεγᾰλοκευθής''': -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, [[περιεκτικός]], [[εὐρύχωρος]], θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très profond.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κεύθω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 21:43, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκευθής Medium diacritics: μεγαλοκευθής Low diacritics: μεγαλοκευθής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΕΥΘΗΣ
Transliteration A: megalokeuthḗs Transliteration B: megalokeuthēs Transliteration C: megalokefthis Beta Code: megalokeuqh/s

English (LSJ)

ές, concealing much: capacious, θάλαμοι Pi. P.2.33.

German (Pape)

[Seite 106] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très profond.
Étymologie: μέγας, κεύθω.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκευθής: -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, περιεκτικός, εὐρύχωρος, θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.

English (Slater)

μεγᾰλοκευθής with vast interior μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33)

Greek Monolingual

μεγαλοκευθής, -ές (Α)
αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ-κευθής].

Greek Monotonic

μεγᾰλοκευθής: -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει πολλά, ευρύχωρος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκευθής: вместительный, просторный (θάλαμοι Pind.).

Middle Liddell

μεγᾰλοκευθής, ές
concealing much: capacious, Pind.