θερινός: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1201.png Seite 1201]] = [[θέρειος]]; πῦρ Pind. P. 3, 50; [[ῥόδον]] Anacr. 53, 2; der gewöhnliche Ausdruck der Prosa, ὥρα Plat. Epin. 987 a, ἐν ᾡ τρέπεται θερινὸς [[ἥλιος]] εἰς τὰ χειμερινά Legg. XI, 915 d, θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ Phaedr. 230 c, [[μεσημβρία]] Xen. Cyn. 6, 26; Folgde; [[ἀνατολή]], [[δυσμή]], wo die Sonne im Sommer auf- und untergeht, Arist. Meteorl. 2, 6; Pol. 3, 37, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1201.png Seite 1201]] = [[θέρειος]]; πῦρ Pind. P. 3, 50; [[ῥόδον]] Anacr. 53, 2; der gewöhnliche Ausdruck der Prosa, ὥρα Plat. Epin. 987 a, ἐν ᾡ τρέπεται θερινὸς [[ἥλιος]] εἰς τὰ χειμερινά Legg. XI, 915 d, θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ Phaedr. 230 c, [[μεσημβρία]] Xen. Cyn. 6, 26; Folgde; [[ἀνατολή]], [[δυσμή]], wo die Sonne im Sommer auf- und untergeht, Arist. Meteorl. 2, 6; Pol. 3, 37, 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d'été ; ὁ θερινὸς [[τροπικός]] ([[κύκλος]]) le tropique du Cancer.<br />'''Étymologie:''' [[θέρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θερινός''': -ή, -όν, «καλοκαιρινός», ὁ [[συνήθης]] πεζὸς [[τύπος]], θερ. ἀνατολαὶ Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, πρβλ. Ἀφορ. 1245· [[μεσημβρία]] Ξεν. Κυν. 6. 26· [[ἥλιος]] Πλάτ. Νόμ. 915D· θεριναὶ τροπαὶ [[αὐτόθι]] 767C· θερινὸν ὑπηχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 230C· τὰ θερινά, = τὸ [[θέρος]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 683C· ὄμβροι θερινοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 4, κτλ.
|lstext='''θερινός''': -ή, -όν, «καλοκαιρινός», ὁ [[συνήθης]] πεζὸς [[τύπος]], θερ. ἀνατολαὶ Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, πρβλ. Ἀφορ. 1245· [[μεσημβρία]] Ξεν. Κυν. 6. 26· [[ἥλιος]] Πλάτ. Νόμ. 915D· θεριναὶ τροπαὶ [[αὐτόθι]] 767C· θερινὸν ὑπηχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 230C· τὰ θερινά, = τὸ [[θέρος]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 683C· ὄμβροι θερινοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 4, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d'été ; ὁ θερινὸς [[τροπικός]] ([[κύκλος]]) le tropique du Cancer.<br />'''Étymologie:''' [[θέρος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 18:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερῐνός Medium diacritics: θερινός Low diacritics: θερινός Capitals: ΘΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: therinós Transliteration B: therinos Transliteration C: therinos Beta Code: qerino/s

English (LSJ)

ή, όν,= θέρειος, Pi.P.3.50: the usually form in Prose, ἀνατολή Hp.Aër.4, cf. Aph.2.25, Plb.3.37.4; θ. δύσεις, ἀνατολαί, Cleom. 1.9; θ. ζῴδια ib.6; μεσημβρία X.Cyn.6.26; ἥλιος Pl.Lg.915d; θ. τροπαί or τροπή, the summer solstice, ib.767c, Arist.Mete.364b2; τροπέων τῶν θερινέων Hdt.2.19; θ. κύκλος, Tropic of Cancer, Ph.1.27; θ. τροπικός (sc. κύκλος) Euc.Phaen.p.34 M., Cleom.1.7, Gem.5.39, al.; θερινὸν ὑπηχεῖν to echo summer-like, Pl.Phdr.230c; θερινά the summer-haunts of the sun, Id.Lg.683c; ὄμβροι θ. Arist.HA601b24; θ. ἄνεσις καὶ ἀπόλαυσις D.S.4.84; θ. ὥρα Oenopid.ib.1.41; for summer use, ἱμάτιον PCair.Zen.148 (iii B.C.); νομαί, opp. χειμεριναί, PLond.3.842.12 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1201] = θέρειος; πῦρ Pind. P. 3, 50; ῥόδον Anacr. 53, 2; der gewöhnliche Ausdruck der Prosa, ὥρα Plat. Epin. 987 a, ἐν ᾡ τρέπεται θερινὸς ἥλιος εἰς τὰ χειμερινά Legg. XI, 915 d, θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ Phaedr. 230 c, μεσημβρία Xen. Cyn. 6, 26; Folgde; ἀνατολή, δυσμή, wo die Sonne im Sommer auf- und untergeht, Arist. Meteorl. 2, 6; Pol. 3, 37, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'été ; ὁ θερινὸς τροπικός (κύκλος) le tropique du Cancer.
Étymologie: θέρος.

Greek (Liddell-Scott)

θερινός: -ή, -όν, «καλοκαιρινός», ὁ συνήθης πεζὸς τύπος, θερ. ἀνατολαὶ Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, πρβλ. Ἀφορ. 1245· μεσημβρία Ξεν. Κυν. 6. 26· ἥλιος Πλάτ. Νόμ. 915D· θεριναὶ τροπαὶ αὐτόθι 767C· θερινὸν ὑπηχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 230C· τὰ θερινά, = τὸ θέρος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 683C· ὄμβροι θερινοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 4, κτλ.

English (Slater)

θερῐνός of summer θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι (P. 3.50)

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θερινός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος («θερινές διακοπές», «θερινό ηλιοστάσιο»)
2. ο κατάλληλος για την περίοδο του θέρους (α. «θερινή διαμονή»
β) «θερινά ενδύματα»)
3. φρ. «θερινή ώρα» — η τοποθέτηση τών δεικτών του ρολογιού κατά μία ώρα μπροστά από την κανονική σε πολλές χώρες του κόσμου και ειδικότερα του Βόρειου Ημισφαιρίου από τα τέλη Μαρτίου ώς τα τέλη Σεπτεμβρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, αναλογικά προς το χειμερινός.

Greek Monotonic

θερῐνός: -ή, -όν, = θέρειος, σε Πίνδ., Ξεν., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θερῐνός: летний (ἥλιος Plat.; ὄμβροι Arst.; μεσημβρία Xen.): θεριναὶ τροπαί Plat., Arst., Plut. летнее солнцестояние; αἱ θεριναὶ ἀνατολαί Arst., Polyb. место летнего восхода солнца; ζώνη θερινή Plut. жаркий пояс.

Middle Liddell

θερῐνός, ή, όν = θέρειος, Pind., Xen., etc.]

English (Woodhouse)

of summer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)