νεοδμής: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0241.png Seite 241]] ῆτος, = Folgdm; [[πῶλος]], H. h. Apoll. 231; γάμοι, der neue Hochzeitbund, Eur. Med. 1366. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0241.png Seite 241]] ῆτος, = Folgdm; [[πῶλος]], H. h. Apoll. 231; γάμοι, der neue Hochzeitbund, Eur. Med. 1366. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />nouvellement marié.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[δαμάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεοδμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., ὁ νεωστὶ δαμασθείς, ἡμερωθείς, [[πῶλος]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 231· ν. [[γάμος]], [[γάμος]] νεωστὶ συναφθείς, Εὐρ. Μήδ. 1366. | |lstext='''νεοδμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., ὁ νεωστὶ δαμασθείς, ἡμερωθείς, [[πῶλος]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 231· ν. [[γάμος]], [[γάμος]] νεωστὶ συναφθείς, Εὐρ. Μήδ. 1366. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, = νεόδμητος (new-built, newly tamed, new-wedded, newly killed, born of recent defeat)¹, newly tamed, πῶλος h.Ap. 231 ; ν. γάμοι a newly formed marriage, E. Med. 1366.
German (Pape)
[Seite 241] ῆτος, = Folgdm; πῶλος, H. h. Apoll. 231; γάμοι, der neue Hochzeitbund, Eur. Med. 1366.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
nouvellement marié.
Étymologie: νέος, δαμάω.
Greek (Liddell-Scott)
νεοδμής: ῆτος, ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., ὁ νεωστὶ δαμασθείς, ἡμερωθείς, πῶλος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 231· ν. γάμος, γάμος νεωστὶ συναφθείς, Εὐρ. Μήδ. 1366.
Greek Monolingual
νεοδμής, ὁ και ἡ (Α)
1. (για άλογα) αυτός που έχει δαμαστεί πρόσφατα
2. (για γάμο) αυτός που έγινε πρόσφατα («ἀλλ' ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δμής (< θ. δμᾱ- του δάμνημι «δαμάζω», πρβλ. δμητός), πρβλ. α-δμής: ά-δμητος].
Greek Monotonic
νεοδμής: -ῆτος, ὁ, ἡ, = το επόμ., πρόσφατα εξημερωμένος· πῶλος, σε Ομηρ. Ύμν.· γάμοι, γάμος που έγινε πρόσφατα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νεοδμής: ῆτος adj.
1) недавно объезженный (πῶλος HH);
2) (о браке), недавно заключенный, недавний, (γάμοι Eur.).
Middle Liddell
= νεόδμητος1]
newly tamed, πῶλος Hhymn.; γάμοι a newly formed marriage, Eur.