ῥυτίς: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0854.png Seite 854]] ίδος, ἡ, die Runzel, Falte, die einen Körper zusammenzieht; ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας [[ἔκκαιρος]] μήλων, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. in Prosa, Plat. Conv. 190 e, λεαίνειν ῥυτίδας 191 a, u. Sp., wie Plut. – [Υ ist erst von Greg. Naz. lang gebraucht, s. Jac. A. P. p. 726.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0854.png Seite 854]] ίδος, ἡ, die Runzel, Falte, die einen Körper zusammenzieht; ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας [[ἔκκαιρος]] μήλων, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. in Prosa, Plat. Conv. 190 e, λεαίνειν ῥυτίδας 191 a, u. Sp., wie Plut. – [Υ ist erst von Greg. Naz. lang gebraucht, s. Jac. A. P. p. 726.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />pli de la peau, ride.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῠτίς''': -ίδος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[κυρίως]] τοῦ προσώπου, κοινῶς «ζαρωματιά» ἢ «ζαρωμάδα», Λατ. ruga, ὦ Ποντοπόσειδον καὶ θεοί πρεσβυτικοί, ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει Ἀριστοφ. Πλ. 1051· τὰς ἄλλας ῥυτίδας τὰς πολλὰς ἐξελείαινε Πλάτ. Συμπ. 190Ε· τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας [[αὐτόθι]] 191Α. [Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ *ῥύω (ἴδε [[ῥύομαι]])· ἀλλ’ ἔχει ῠ, πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, [[οἷον]] Γρηγ. Ναζ., ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 726]. | |lstext='''ῥῠτίς''': -ίδος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[κυρίως]] τοῦ προσώπου, κοινῶς «ζαρωματιά» ἢ «ζαρωμάδα», Λατ. ruga, ὦ Ποντοπόσειδον καὶ θεοί πρεσβυτικοί, ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει Ἀριστοφ. Πλ. 1051· τὰς ἄλλας ῥυτίδας τὰς πολλὰς ἐξελείαινε Πλάτ. Συμπ. 190Ε· τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας [[αὐτόθι]] 191Α. [Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ *ῥύω (ἴδε [[ῥύομαι]])· ἀλλ’ ἔχει ῠ, πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, [[οἷον]] Γρηγ. Ναζ., ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 726]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 18:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Aeol. βρυτίς (q.v.), pucker, wrinkle, Ar.Pl.1051, Pl. Smp.190e, 191a.
German (Pape)
[Seite 854] ίδος, ἡ, die Runzel, Falte, die einen Körper zusammenzieht; ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔκκαιρος μήλων, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. in Prosa, Plat. Conv. 190 e, λεαίνειν ῥυτίδας 191 a, u. Sp., wie Plut. – [Υ ist erst von Greg. Naz. lang gebraucht, s. Jac. A. P. p. 726.]
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
pli de la peau, ride.
Étymologie: ῥύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠτίς: -ίδος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κυρίως τοῦ προσώπου, κοινῶς «ζαρωματιά» ἢ «ζαρωμάδα», Λατ. ruga, ὦ Ποντοπόσειδον καὶ θεοί πρεσβυτικοί, ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει Ἀριστοφ. Πλ. 1051· τὰς ἄλλας ῥυτίδας τὰς πολλὰς ἐξελείαινε Πλάτ. Συμπ. 190Ε· τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας αὐτόθι 191Α. [Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ *ῥύω (ἴδε ῥύομαι)· ἀλλ’ ἔχει ῠ, πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Γρηγ. Ναζ., ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 726].
English (Strong)
from ῥύομαι; a fold (as drawing together), i.e. a wrinkle (especially on the face): wrinkle.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. ρυτίδα.
-εως, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ῥύσις.
Greek Monotonic
ῥῠτίς: -ίδος, ἡ (ῥύω=ἐρύω), ζάρα ή ρυτίδα, ζάρωμα στο πρόσωπο, πτύχωση, ζαρωματιά, Λατ. ruga, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῠτίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) складка кожи, морщина Arph., Plat., Plut., Anth.;
2) (физический), недостаток, порок, (μὴ ἔχων σπίλον ἢ ῥυτίδα NT).
Middle Liddell
ῥῠτίς, ίδος, ἡ, [ῥύω, ἐρύω
a fold or pucker in the face, a wrinkle, Lat. ruga, Ar., Plat.
Chinese
原文音譯:?ut⋯j 呂提士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:運輸
字義溯源:摺,皺紋,缺點;源自(ῥύομαι)=衝進或拉出),而 (ῥύομαι)出自(ῥέω)*=湧流)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 皺紋(1) 弗5:27