μεταμπίσχω: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταμπίσχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ντύνω]] κάποιον με νέο [[ένδυμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεταμορφώνω]], [[μεταβάλλω]] τη [[μορφή]] («εἱμαρμένη μεταμπίσχουσα τὰς ψυχάς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταμπίσχομαι</i><br />[[αλλάζω]], [[αλλάζω]] το ένδυμά μου, ντύνομαι νέο [[ένδυμα]] («πικροτάτην δούλων δουλείαν μεταμπισχόμενος», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμπίσχω]] «[[περιβάλλω]]»].
|mltxt=[[μεταμπίσχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ντύνω]] κάποιον με νέο [[ένδυμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεταμορφώνω]], [[μεταβάλλω]] τη [[μορφή]] («εἱμαρμένη μεταμπίσχουσα τὰς ψυχάς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταμπίσχομαι</i><br />[[αλλάζω]], [[αλλάζω]] το ένδυμά μου, ντύνομαι νέο [[ένδυμα]] («πικροτάτην δούλων δουλείαν μεταμπισχόμενος», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμπίσχω]] «[[περιβάλλω]]»].
}}
{{pape
|ptext== [[μεταμπέχω]].
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμπίσχω Medium diacritics: μεταμπίσχω Low diacritics: μεταμπίσχω Capitals: ΜΕΤΑΜΠΙΣΧΩ
Transliteration A: metampíschō Transliteration B: metampischō Transliteration C: metampischo Beta Code: metampi/sxw

English (LSJ)

clothe in a new dress, εἱμαρμένη -ίσχουσα τὰς ψυχάς Plu.Fr.inc.146.ά:—more freq. in Med., put on a different dress, δουλείαν -ισχόμενος putting on the new dress of slavery, Pl.R.569c; μ. τὸν βίον Procop.Arc.16; ψυχήν Aen.Gaz. Thphr.p.10 B.: abs., change one's dress, ἐὰν μεταμπίσχηται Aristid.2.207 J.; cf. sq.

French (Bailly abrégé)

faire changer de vêtement;
Moy. μεταμπίσχομαι changer de vêtement : ἀντὶ τῆς ἐλευθερίας τὴν δουλείαν μεταμπισχόμενος PLAT qui prend la livrée de l'esclavage en échange du vêtement de l'homme libre.
Étymologie: μετά, ἀμπίσχω.

Greek Monolingual

μεταμπίσχω (Α)
1. ντύνω κάποιον με νέο ένδυμα
2. μτφ. μεταμορφώνω, μεταβάλλω τη μορφή («εἱμαρμένη μεταμπίσχουσα τὰς ψυχάς», Πλούτ.)
3. μέσ. μεταμπίσχομαι
αλλάζω, αλλάζω το ένδυμά μου, ντύνομαι νέο ένδυμα («πικροτάτην δούλων δουλείαν μεταμπισχόμενος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀμπίσχω «περιβάλλω»].

German (Pape)

μεταμπέχω.