πινυτόφρων: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0617.png Seite 617]] ον, verständiges Sinnes; Odysseus, A. P. III, 8; [[σιγή]], Iul. Aeg. 34 (Plan. 325). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0617.png Seite 617]] ον, verständiges Sinnes; Odysseus, A. P. III, 8; [[σιγή]], Iul. Aeg. 34 (Plan. 325). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l'esprit inspiré, sage, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[πινυτός]], [[φρήν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῐνῠτόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ πινυτὸς τὴν φρόνησιν ἢ πινυτὰ φρονῶν, πεπνυμένα εἰδώς, Ἀνθ. Π. 3. 8· εὐμαθίη [[αὐτόθι]] 7. 22· σιγὴ Ἀνθ. Πλαν. 325. | |lstext='''πῐνῠτόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ πινυτὸς τὴν φρόνησιν ἢ πινυτὰ φρονῶν, πεπνυμένα εἰδώς, Ἀνθ. Π. 3. 8· εὐμαθίη [[αὐτόθι]] 7. 22· σιγὴ Ἀνθ. Πλαν. 325. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, of wise or understanding mind, of Odysseus, Q.S.14.630, AP3.8 (Inscr. Cyzic.); εὐμαθίη ib.7.22 (Simm.); σιγή APl.4.325 (Jul.); ingenious, εὐχωλή (of an acrostic) Puchstein Epigr.Gr.p.10; νοῦς Jul. Caes.319a; restd. in Epic.Alex.Adesp.7.19.
German (Pape)
[Seite 617] ον, verständiges Sinnes; Odysseus, A. P. III, 8; σιγή, Iul. Aeg. 34 (Plan. 325).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit inspiré, sage, prudent.
Étymologie: πινυτός, φρήν.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνῠτόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ πινυτὸς τὴν φρόνησιν ἢ πινυτὰ φρονῶν, πεπνυμένα εἰδώς, Ἀνθ. Π. 3. 8· εὐμαθίη αὐτόθι 7. 22· σιγὴ Ἀνθ. Πλαν. 325.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. (για τον Οδυσσέα) συνετός, σώφρων («μᾱτερ Ὀδυσσῆος πινυτόφρονος», Ανθ. Παλ.)
2. ευφυής, αγχίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πινυτός «συνετός» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].
Greek Monotonic
πῐνῠτόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει σοφό ή συνετό πνεύμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πῐνῠτόφρων: 2, gen. ονος благоразумный, умный (Ὀδυσσεύς Anth.).
Middle Liddell
πῐνῠτό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
of wise or understanding mind, Anth.