ἐκδιαιτάομαι: Difference between revisions
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0757.png Seite 757]] von der bisherigen, gewohnten Lebensweise abweichen; εἴ τί που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων, ob er etwa in Etwas von der bestehenden Sitte abgewichen, Thuc. 1, 132; μηδὲν ἐκδιαιτώμενος τῶν πατρίων Dion. Hal. 5, 74; Sp. auch c. acc., wie Philo. Auch Μήδεια [[ἤδη]] εἰς τὰ ἀμείνω καὶ Ἑλληνικὰ ἐκδεδιῃτημένη, Ath. XIII, 556 c, hat seine Lebensart zum Bessern geändert. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0757.png Seite 757]] von der bisherigen, gewohnten Lebensweise abweichen; εἴ τί που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων, ob er etwa in Etwas von der bestehenden Sitte abgewichen, Thuc. 1, 132; μηδὲν ἐκδιαιτώμενος τῶν πατρίων Dion. Hal. 5, 74; Sp. auch c. acc., wie Philo. Auch Μήδεια [[ἤδη]] εἰς τὰ ἀμείνω καὶ Ἑλληνικὰ ἐκδεδιῃτημένη, Ath. XIII, 556 c, hat seine Lebensart zum Bessern geändert. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br />s'écarter de la règle, de l'habitude, <i>avec</i> ἔκ τινος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[διαιτάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκδιαιτάομαι''': μέσ., [[ἐξέρχομαι]] τοῦ συνήθους τρόπου τοῦ βίου μου, [[μεταβάλλω]] συνηθείας, ἕξεις, Ἰππ. 378. 27· ἐκδ. ἐκ τῶν καθεστώτων νομίμων Θουκ. 1. 132, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 74, Ἀθήν. 556C· ― παρὰ μεταγεν., καὶ μετ’ αἰτ., Φίλων 2. 128· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργητ., ἐξεδιῄτησε τὴν πάτριον ἁγνείαν Ἰώσηπ. Ἰ. Π. 7. 8, 1 Bekk. | |lstext='''ἐκδιαιτάομαι''': μέσ., [[ἐξέρχομαι]] τοῦ συνήθους τρόπου τοῦ βίου μου, [[μεταβάλλω]] συνηθείας, ἕξεις, Ἰππ. 378. 27· ἐκδ. ἐκ τῶν καθεστώτων νομίμων Θουκ. 1. 132, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 74, Ἀθήν. 556C· ― παρὰ μεταγεν., καὶ μετ’ αἰτ., Φίλων 2. 128· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργητ., ἐξεδιῄτησε τὴν πάτριον ἁγνείαν Ἰώσηπ. Ἰ. Π. 7. 8, 1 Bekk. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:38, 2 October 2022
German (Pape)
[Seite 757] von der bisherigen, gewohnten Lebensweise abweichen; εἴ τί που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων, ob er etwa in Etwas von der bestehenden Sitte abgewichen, Thuc. 1, 132; μηδὲν ἐκδιαιτώμενος τῶν πατρίων Dion. Hal. 5, 74; Sp. auch c. acc., wie Philo. Auch Μήδεια ἤδη εἰς τὰ ἀμείνω καὶ Ἑλληνικὰ ἐκδεδιῃτημένη, Ath. XIII, 556 c, hat seine Lebensart zum Bessern geändert.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
s'écarter de la règle, de l'habitude, avec ἔκ τινος.
Étymologie: ἐκ, διαιτάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιαιτάομαι: μέσ., ἐξέρχομαι τοῦ συνήθους τρόπου τοῦ βίου μου, μεταβάλλω συνηθείας, ἕξεις, Ἰππ. 378. 27· ἐκδ. ἐκ τῶν καθεστώτων νομίμων Θουκ. 1. 132, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 74, Ἀθήν. 556C· ― παρὰ μεταγεν., καὶ μετ’ αἰτ., Φίλων 2. 128· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργητ., ἐξεδιῄτησε τὴν πάτριον ἁγνείαν Ἰώσηπ. Ἰ. Π. 7. 8, 1 Bekk.
Greek Monotonic
ἐκδιαιτάομαι: μέλ. -ήσομαι· Παθ., ξεφεύγω, απομακρύνομαι από τον τρόπο ζωής στον οποίο ήμουν συνηθισμένος, αλλάζω τις συνήθειές μου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδιαιτάομαι: отступать от привычного образа жизни: εἴ τι που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων; Thuc. уж не отклонился ли он от установленных обычаев?
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Pass. to depart from one's accustomed mode of life, change one's habits, Thuc.