επίπλους: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α ἐπίπλους) [[πλους]]<br />ο [[πλους]] [[εναντίον]] κάποιου, η [[έφοδος]], η [[επίθεση]] πλοίου ή στόλου [[εναντίον]] άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῖοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(σπαν., [[χωρίς]] εχθρ. σημ.) ο [[πλους]] [[προς]] κάποιον, η [[προσέγγιση]] («τῷ φιλίῳ ἐπίπλῳ», <b>Θουκ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />ἐπίπλους, -ουν (-οος, -οον) (Α) [[πλους]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) ο [[κατάλληλος]] για [[επίθεση]], [[μάχιμος]] (α. «ἔχων [[πέντε]] ναῡς ἐπίπλους», <b>Πολ.</b><br />β. «ἔχων ἐπίπλους [ναῡς] καὶ πεντήρεις τὰς [[μάλιστα]] ταχυναυτούσας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που πλέει [[μετά]] από [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> [[επιβάτης]] πλοίου<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Αρποκρατίωνα) «[[δίοπος]] λέγεται ὁ διέπων καὶ ἐποπτεύων τὰ κατὰ τὴν ναῡν, ὁ καθ’ ἡμᾶς λεγόμενος ἐπίπλους».<br /><b>(III)</b><br />ο (Α ἐπίπλους και [[ἐπίπλοος]])<br /><b>βλ.</b> [[επίπλοον]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α ἐπίπλους) [[πλους]]<br />ο [[πλους]] [[εναντίον]] κάποιου, η [[έφοδος]], η [[επίθεση]] πλοίου ή στόλου [[εναντίον]] άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῖοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(σπαν., [[χωρίς]] εχθρ. σημ.) ο [[πλους]] [[προς]] κάποιον, η [[προσέγγιση]] («τῷ φιλίῳ ἐπίπλῳ», <b>Θουκ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />ἐπίπλους, -ουν (-οος, -οον) (Α) [[πλους]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) ο [[κατάλληλος]] για [[επίθεση]], [[μάχιμος]] (α. «ἔχων [[πέντε]] ναῦς ἐπίπλους», <b>Πολ.</b><br />β. «ἔχων ἐπίπλους [ναῦς] καὶ πεντήρεις τὰς [[μάλιστα]] ταχυναυτούσας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που πλέει [[μετά]] από [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> [[επιβάτης]] πλοίου<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Αρποκρατίωνα) «[[δίοπος]] λέγεται ὁ διέπων καὶ ἐποπτεύων τὰ κατὰ τὴν ναῡν, ὁ καθ’ ἡμᾶς λεγόμενος ἐπίπλους».<br /><b>(III)</b><br />ο (Α ἐπίπλους και [[ἐπίπλοος]])<br /><b>βλ.</b> [[επίπλοον]].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 29 September 2022

Greek Monolingual

(I)
ο (Α ἐπίπλους) πλους
ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῖοι», Θουκ.)
αρχ.
(σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση («τῷ φιλίῳ ἐπίπλῳ», Θουκ.).
(II)
ἐπίπλους, -ουν (-οος, -οον) (Α) πλους
1. (για πλοίο) ο κατάλληλος για επίθεση, μάχιμος (α. «ἔχων πέντε ναῦς ἐπίπλους», Πολ.
β. «ἔχων ἐπίπλους [ναῦς] καὶ πεντήρεις τὰς μάλιστα ταχυναυτούσας», Πολ.)
2. αυτός που πλέει μετά από άλλο
3. ως ουσ. επιβάτης πλοίου
4. (κατά τον Αρποκρατίωνα) «δίοπος λέγεται ὁ διέπων καὶ ἐποπτεύων τὰ κατὰ τὴν ναῡν, ὁ καθ’ ἡμᾶς λεγόμενος ἐπίπλους».
(III)
ο (Α ἐπίπλους και ἐπίπλοος)
βλ. επίπλοον.