gay: Difference between revisions
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
[[self-indulgent]]: [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[τρυφερός]]. | [[self-indulgent]]: [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[τρυφερός]]. | ||
[[homosexual]]: [[ | [[homosexual]]: [[ἀνδροβάτης]], [[ἀνδροκοίτης]], [[ἀνδρόπορνος]], [[ἀρρενοκοίτης]], [[ἀρσενοβάτης]], [[ἀρσενοκοίτης]], [[ἀρσενομίκτης]], [[ἀρσενόπαις]], [[βάταλος]], [[βάτταλος]], [[ἐμβασικοίτας]], [[εὐρύπρωκτος]], [[θερμόπρωκτος]], [[κατάπυγος]], [[καταπύγων]], [[κατωμόχανος]], [[κίναιδος]], [[κιναιδώδης]], [[κυβάλης]], [[λακαταπύγων]], [[λακκόπρωκτος]], [[λάσταυρος]], [[μεῖραξ]], [[παγκαταπύγων]], [[παθικός]], [[πειώλης]], [[περάντης]], [[πεώλης]], [[σπαταλοκίναιδος]], [[φιλοπυγιστής]], [[χαυνόπρωκτος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:57, 12 February 2023
English > Greek (Woodhouse)
adjective
cheerful: P. εὔθυμος, Ar. and V. ἱλαρός (Xen.).
of looks; P. and V. φαιδρός, V. λαμπρός, φαιδρωπός, Ar. and V. εὐπρόσωπος (also Xen.).
fine, splendid: P. and V. λαμπρός.
high-spirited: Ar. and P. νεανικός.
self-indulgent: Ar. and P. τρυφερός.
homosexual: ἀνδροβάτης, ἀνδροκοίτης, ἀνδρόπορνος, ἀρρενοκοίτης, ἀρσενοβάτης, ἀρσενοκοίτης, ἀρσενομίκτης, ἀρσενόπαις, βάταλος, βάτταλος, ἐμβασικοίτας, εὐρύπρωκτος, θερμόπρωκτος, κατάπυγος, καταπύγων, κατωμόχανος, κίναιδος, κιναιδώδης, κυβάλης, λακαταπύγων, λακκόπρωκτος, λάσταυρος, μεῖραξ, παγκαταπύγων, παθικός, πειώλης, περάντης, πεώλης, σπαταλοκίναιδος, φιλοπυγιστής, χαυνόπρωκτος