σύγχρους: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (pape replacement)
 
Line 18: Line 18:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύγ-χρους, ουν, [[χρόα]]<br />of like [[colour]] or [[look]], Polyb.
|mdlsjtxt=σύγ-χρους, ουν, [[χρόα]]<br />of like [[colour]] or [[look]], Polyb.
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[σύγχροος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχρους Medium diacritics: σύγχρους Low diacritics: σύγχρους Capitals: ΣΥΓΧΡΟΥΣ
Transliteration A: sýnchrous Transliteration B: synchrous Transliteration C: synchrous Beta Code: su/gxrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for σύγχροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύγχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].

Middle Liddell

σύγ-χρους, ουν, χρόα
of like colour or look, Polyb.

German (Pape)

zusammengezogen aus σύγχροος.