δειελινός: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0535.png Seite 535]] = folgdm, Theocr. 13, 33, f. [[δειλινός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0535.png Seite 535]] = folgdm, Theocr. 13, 33, f. [[δειλινός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[δείελος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δειελινός''': -ή, -όν, = [[δείελος]], [[ἑσπερινός]], πρὸς ἑσπέραν, Θεόκρ. 13. 33.
|lstext='''δειελινός''': -ή, -όν, = [[δείελος]], [[ἑσπερινός]], πρὸς ἑσπέραν, Θεόκρ. 13. 33.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[δείελος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειελινός Medium diacritics: δειελινός Low diacritics: δειελινός Capitals: ΔΕΙΕΛΙΝΟΣ
Transliteration A: deielinós Transliteration B: deielinos Transliteration C: deielinos Beta Code: deielino/s

English (LSJ)

ή, όν, = δείελος, at evening, Theoc.13.33; δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χλόος Call.Aet.3.1.12.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
vespertino, del atardecer δειελινὸν κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο A.R.1.452
frec. predic. al atardecer δαῖτα πένοντο δειελινοί Theoc.13.33, δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χλόος Call.Fr.75.12, σκύλαξ ... δ. ... ἀνεκλίνθη Aesop.307
neutr. como adv. por la tarde δ. ὡς κατέδαρθον Theoc.21.39.

German (Pape)

[Seite 535] = folgdm, Theocr. 13, 33, f. δειλινός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. δείελος.

Greek (Liddell-Scott)

δειελινός: -ή, -όν, = δείελος, ἑσπερινός, πρὸς ἑσπέραν, Θεόκρ. 13. 33.

Greek Monolingual

δειελινός, -ή, -όν (Α)
ο δείελος, αυτός που γίνεται κατά το δειλινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό τ. του δειλινός.

Greek Monotonic

δειελινός: -ή, -όν, = δείελος, εσπερινός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

δειελινός: Theocr. = δείελος I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειελινός -ή -όν [δείελος] avondlijk.

Middle Liddell

= δείελος
at evening, Theocr.