δεκτέος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que puede ser aceptado]], [[aceptable]], [[ἀρχή]] Luc.<i>Herm</i>.74, δεκτέα γὰρ ταῦτα τῷ Θεῷ Ath.Al.M.26.1249B.
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que puede ser aceptado]], [[aceptable]], [[ἀρχή]] Luc.<i>Herm</i>.74, δεκτέα γὰρ ταῦτα τῷ Θεῷ Ath.Al.M.26.1249B.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut recevoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[δέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[δέχομαι]], ὃν πρέπει νὰ δεχθῇ τις, Λουκ. Ἑρμοτ. 74. ΙΙ. δεκτέον, πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐννοήσῃ, Στράβ. 460.
|lstext='''δεκτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[δέχομαι]], ὃν πρέπει νὰ δεχθῇ τις, Λουκ. Ἑρμοτ. 74. ΙΙ. δεκτέον, πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐννοήσῃ, Στράβ. 460.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut recevoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[δέχομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκτέος Medium diacritics: δεκτέος Low diacritics: δεκτέος Capitals: ΔΕΚΤΕΟΣ
Transliteration A: dektéos Transliteration B: dekteos Transliteration C: dekteos Beta Code: dekte/os

English (LSJ)

α, ον, (δέχομαι) A to be received, Luc.Herm.74. II δεκτέον, one must take or understand, Str.10.2.22, Sch.Th.Oxy. 853 vii 9.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que puede ser aceptado, aceptable, ἀρχή Luc.Herm.74, δεκτέα γὰρ ταῦτα τῷ Θεῷ Ath.Al.M.26.1249B.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut recevoir.
Étymologie: adj. verb. de δέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δεκτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ δέχομαι, ὃν πρέπει νὰ δεχθῇ τις, Λουκ. Ἑρμοτ. 74. ΙΙ. δεκτέον, πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐννοήσῃ, Στράβ. 460.

Greek Monotonic

δεκτέος: -α, -ον, ρημ. επιθ. του δέχομαι, αυτός που πρέπει να γίνει δεκτός, αποδεκτός, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκτέος -α -ον, adj. verb. van δέχομαι, die aangenomen moet worden.

Russian (Dvoretsky)

δεκτέος: adj. verb. к δέχομαι.

Middle Liddell

verb. adj. of δέχομαι
to be received, Luc.