διήνεμος: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[expuesto a los vientos]] πάτρα S.<i>Tr</i>.327, τὰ πέταλα τῶν δένδρων ... διήνεμον ἔχει τὴν φύσιν Ph.Byz.<i>Mir</i>.1<br /><b class="num">•</b>fig. [[que se marcha con el viento]] ὁ χρυσὸς ὅταν με φεύγῃ ... διηνέμοις ... ταρσοῖς <i>Anacreont</i>.58.3. | |dgtxt=-ον<br />[[expuesto a los vientos]] πάτρα S.<i>Tr</i>.327, τὰ πέταλα τῶν δένδρων ... διήνεμον ἔχει τὴν φύσιν Ph.Byz.<i>Mir</i>.1<br /><b class="num">•</b>fig. [[que se marcha con el viento]] ὁ χρυσὸς ὅταν με φεύγῃ ... διηνέμοις ... ταρσοῖς <i>Anacreont</i>.58.3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />exposé aux vents ; situé sur une hauteur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἄνεμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διήνεμος''': -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου προσβαλλόμενος, [[ὑψηλός]], [[πάτρα]] Σοφ. Τρ. 327. | |lstext='''διήνεμος''': -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου προσβαλλόμενος, [[ὑψηλός]], [[πάτρα]] Σοφ. Τρ. 327. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, blown through, wind-swept, πάτρα S.Tr.327.
Spanish (DGE)
-ον
expuesto a los vientos πάτρα S.Tr.327, τὰ πέταλα τῶν δένδρων ... διήνεμον ἔχει τὴν φύσιν Ph.Byz.Mir.1
•fig. que se marcha con el viento ὁ χρυσὸς ὅταν με φεύγῃ ... διηνέμοις ... ταρσοῖς Anacreont.58.3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exposé aux vents ; situé sur une hauteur.
Étymologie: διά, ἄνεμος.
Greek (Liddell-Scott)
διήνεμος: -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου προσβαλλόμενος, ὑψηλός, πάτρα Σοφ. Τρ. 327.
Greek Monolingual
διήνεμος, -ον (Α)
ο εκτεθειμένος στον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + -ήνεμος < άνεμος].
Greek Monotonic
διήνεμος: -ον (ἄνεμος), παρασυρμένος από τον άνεμο, εκτεθειμένος σε αυτόν, ψηλός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διήνεμος: овеваемый ветрами, открытый для ветров (πάτρα Soph.; ταρσοί Anacr.).