διαιρέτης: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[el que divide o distribuye]] διαμερίζει τὸ ἐπιβάλλον ἀγαθὸς δ. ὑπάρχων Corn.<i>ND</i> 27, κληρούτωσαν ... ἄνδρας πέντε διαιρέτας τῶγ κτημάτων <i>IEphesos</i> 4A.9 (III a.C.), [[δικαιοσύνη]] ... τοῦ πρὸς ἀξίαν δ. la justicia que reparte premio y castigo</i> Gr.Naz.M.36.129C, διαιρέται γὰρ οἱ δεύτεροι τρεῖς τῶν προτέρων τριῶν Dam.<i>in Prm</i>.273, δ. | |dgtxt=-ου, ὁ [[el que divide o distribuye]] διαμερίζει τὸ ἐπιβάλλον ἀγαθὸς δ. ὑπάρχων Corn.<i>ND</i> 27, κληρούτωσαν ... ἄνδρας πέντε διαιρέτας τῶγ κτημάτων <i>IEphesos</i> 4A.9 (III a.C.), [[δικαιοσύνη]] ... τοῦ πρὸς ἀξίαν δ. la justicia que reparte premio y castigo</i> Gr.Naz.M.36.129C, διαιρέται γὰρ οἱ δεύτεροι τρεῖς τῶν προτέρων τριῶν Dam.<i>in Prm</i>.273, δ.· diuisor, expunctor</i>, <i>Gloss</i>.2.271<br /><b class="num">•</b>ref. a los herejes que dividen la naturaleza de la Trinidad οἱ τῆς ἀτμήτου φύσεως διαιρέται los que dividen la naturaleza indivisible</i> Gr.Naz.M.37.1109A, διαιρέται ... τῆς θεότητος Chrys.M.50.704. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο [[διαιρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαιρεί, κατανέμει ή μοιράζει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> [[αριθμός]] με τον οποίο διαιρούμε άλλον (τον διαιρετέο). | |mltxt=ο [[διαιρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαιρεί, κατανέμει ή μοιράζει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> [[αριθμός]] με τον οποίο διαιρούμε άλλον (τον διαιρετέο). | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[distributor]]=== | |||
Arabic: قَاسِم; Bulgarian: разпределител; Catalan: distribuïdor; Dutch: [[verspreider]]; Finnish: jakaja, jakelija, levittäjä, luokittelija, lajittelija; German: [[Verteiler]]; Greek: [[διανομέας]]; Ancient Greek: [[ἀναπομπός]], [[ἀπονεμητής]], [[διαδότης]], [[διαιρέτης]], [[διανεμητής]], [[διανομεύς]], [[ἐπιδότης]], [[ἐπιδώτης]], [[ἐπιμεριστής]], [[μεριστής]], [[νομεύς]], [[ταμίας]], [[ταμιευτής]], [[ταμίης]]; Indonesian: pembagi, penyalur, distributor; Kazakh: дистрибьютор; Kyrgyz: дистрибьютор; Latin: [[divisor]]; Malay: pengedar; Norwegian: distributør; Polish: dystrybutor, dystrybutorka; Russian: [[дистрибьютор]], [[распределитель]]; Spanish: [[distribuidor]]; Swahili: msambazaji; Swedish: distributör | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, divider, distributor, Dam.Pr.273(pl.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que divide o distribuye διαμερίζει τὸ ἐπιβάλλον ἀγαθὸς δ. ὑπάρχων Corn.ND 27, κληρούτωσαν ... ἄνδρας πέντε διαιρέτας τῶγ κτημάτων IEphesos 4A.9 (III a.C.), δικαιοσύνη ... τοῦ πρὸς ἀξίαν δ. la justicia que reparte premio y castigo Gr.Naz.M.36.129C, διαιρέται γὰρ οἱ δεύτεροι τρεῖς τῶν προτέρων τριῶν Dam.in Prm.273, δ.· diuisor, expunctor, Gloss.2.271
•ref. a los herejes que dividen la naturaleza de la Trinidad οἱ τῆς ἀτμήτου φύσεως διαιρέται los que dividen la naturaleza indivisible Gr.Naz.M.37.1109A, διαιρέται ... τῆς θεότητος Chrys.M.50.704.
German (Pape)
[Seite 579] ὁ, der Trennende, Theilende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
ο διαιρώ
1. αυτός που διαιρεί, κατανέμει ή μοιράζει κάτι
2. μαθ. αριθμός με τον οποίο διαιρούμε άλλον (τον διαιρετέο).
Translations
distributor
Arabic: قَاسِم; Bulgarian: разпределител; Catalan: distribuïdor; Dutch: verspreider; Finnish: jakaja, jakelija, levittäjä, luokittelija, lajittelija; German: Verteiler; Greek: διανομέας; Ancient Greek: ἀναπομπός, ἀπονεμητής, διαδότης, διαιρέτης, διανεμητής, διανομεύς, ἐπιδότης, ἐπιδώτης, ἐπιμεριστής, μεριστής, νομεύς, ταμίας, ταμιευτής, ταμίης; Indonesian: pembagi, penyalur, distributor; Kazakh: дистрибьютор; Kyrgyz: дистрибьютор; Latin: divisor; Malay: pengedar; Norwegian: distributør; Polish: dystrybutor, dystrybutorka; Russian: дистрибьютор, распределитель; Spanish: distribuidor; Swahili: msambazaji; Swedish: distributör