διωκτέος: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser perseguido]] διωκτέοι εἰσὶ ἐς ὃ καταλαμφθέντες δώσουσι ... δίκας deben ser perseguidos hasta que una vez alcanzados, paguen</i> Hdt.9.58, ταῦτα διωκτέα τοῖς νέοις Pl.<i>R</i>.400e, οὐδὲ γὰρ τοῦτο φευκτέον, ἀλλὰ δ. τῷ νοῦν ἔχοντι pues no hay que rehuir esto (el método interrogativo), sino que debe ser perseguido por el inteligente</i> Pl.<i>Tht</i>.167d, ταῦτα ἀκούσαντι Ἀλεξάνδρῳ ... διωκτέα ἐφαίνετο Arr.<i>An</i>.3.21.6, cf. Ar.<i>Ach</i>.221. | |dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser perseguido]] διωκτέοι εἰσὶ ἐς ὃ καταλαμφθέντες δώσουσι ... δίκας deben ser perseguidos hasta que una vez alcanzados, paguen</i> Hdt.9.58, ταῦτα διωκτέα τοῖς νέοις Pl.<i>R</i>.400e, οὐδὲ γὰρ τοῦτο φευκτέον, ἀλλὰ δ. τῷ νοῦν ἔχοντι pues no hay que rehuir esto (el método interrogativo), sino que debe ser perseguido por el inteligente</i> Pl.<i>Tht</i>.167d, ταῦτα ἀκούσαντι Ἀλεξάνδρῳ ... διωκτέα ἐφαίνετο Arr.<i>An</i>.3.21.6, cf. Ar.<i>Ach</i>.221. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qu’il faut <i>ou</i> qu’on peut poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[διώκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διωκτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[διώκω]], ὃν πρέπει νὰ καταδιώξῃ τις, Ἡρόδ. 9. 58, Ἀριστοφ. Ἀχ. 221. 2) ἐπὶ ἀντικειμένου ὃ πρέπει νὰ ἐπιδιώξῃ τις, Πλάτ., κτλ. ΙΙ. διωκτέον, πρέπει τις νὰ καταδιώξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ, Πλάτ. Γοργ. 507D, κ. ἀλλ. | |lstext='''διωκτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[διώκω]], ὃν πρέπει νὰ καταδιώξῃ τις, Ἡρόδ. 9. 58, Ἀριστοφ. Ἀχ. 221. 2) ἐπὶ ἀντικειμένου ὃ πρέπει νὰ ἐπιδιώξῃ τις, Πλάτ., κτλ. ΙΙ. διωκτέον, πρέπει τις νὰ καταδιώξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ, Πλάτ. Γοργ. 507D, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:50, 1 October 2022
English (LSJ)
α, ον, verb. Adj. of διώκω, A to be pursued, Hdt.9.58, Ar.Ach.221. 2 of objects, to be pursued, Pl.Tht.167d, etc. II διωκτέον one must pursue, Id.Grg.507d, al.: pl., διωκτέα ἐφαίνετο Arr.An.3.21.6.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser perseguido διωκτέοι εἰσὶ ἐς ὃ καταλαμφθέντες δώσουσι ... δίκας deben ser perseguidos hasta que una vez alcanzados, paguen Hdt.9.58, ταῦτα διωκτέα τοῖς νέοις Pl.R.400e, οὐδὲ γὰρ τοῦτο φευκτέον, ἀλλὰ δ. τῷ νοῦν ἔχοντι pues no hay que rehuir esto (el método interrogativo), sino que debe ser perseguido por el inteligente Pl.Tht.167d, ταῦτα ἀκούσαντι Ἀλεξάνδρῳ ... διωκτέα ἐφαίνετο Arr.An.3.21.6, cf. Ar.Ach.221.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’il faut ou qu’on peut poursuivre.
Étymologie: διώκω.
Greek (Liddell-Scott)
διωκτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διώκω, ὃν πρέπει νὰ καταδιώξῃ τις, Ἡρόδ. 9. 58, Ἀριστοφ. Ἀχ. 221. 2) ἐπὶ ἀντικειμένου ὃ πρέπει νὰ ἐπιδιώξῃ τις, Πλάτ., κτλ. ΙΙ. διωκτέον, πρέπει τις νὰ καταδιώξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ, Πλάτ. Γοργ. 507D, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
διωκτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διώκω·
I. αυτός που πρέπει να καταδιωχθεί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
II. διωκτέον, πρέπει κάποιος να καταδιώξει ή να επιδιώξει, σε Πλάτ.
Middle Liddell
διωκτέος, η, ον adj verb. adj. of διώκω
I. to be pursued, Hdt., Ar.
II. διωκτέον, one must pursue, Plat.