δραστέος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] s. [[δράω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] s. [[δράω]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[δράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δραστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., [[ποιητέος]], [[πρακτέος]], Σοφ. Τρ. 1204 ΙΙ. δραστέον, πρέπει τις νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1443, Εὐρ. Ι. Α. 1024.
|lstext='''δραστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., [[ποιητέος]], [[πρακτέος]], Σοφ. Τρ. 1204 ΙΙ. δραστέον, πρέπει τις νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1443, Εὐρ. Ι. Α. 1024.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[δράω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραστέος Medium diacritics: δραστέος Low diacritics: δραστέος Capitals: ΔΡΑΣΤΕΟΣ
Transliteration A: drastéos Transliteration B: drasteos Transliteration C: drasteos Beta Code: draste/os

English (LSJ)

α, ον, A to be done, S.Tr.1204. II δραστέον one must do, Id.OT1443, E.IA1024, D.Chr.12.16.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser hecho ὁποῖα δραστέ' ἐστίν· S.Tr.1204, αὐτοχειρί μοι ... δραστέον τοὔργον S.El.1019, τοῦτο γε δραστέον Pl.Plt.268d, cf. Phlb.20a, Lg.644b.

German (Pape)

[Seite 665] s. δράω.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de δράω.

Greek (Liddell-Scott)

δραστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ποιητέος, πρακτέος, Σοφ. Τρ. 1204 ΙΙ. δραστέον, πρέπει τις νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1443, Εὐρ. Ι. Α. 1024.

Greek Monotonic

δραστέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του δράω, αυτός που πρέπει να γίνει, που πρέπει να συντελεστεί, σε Σοφ.
II. δραστέον, πρέπει να κάνουμε, στον ίδ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δραστέος: adj. verb. к δράω.

Middle Liddell

verb. adj. of δράω
I. to be done, Soph.
II. δραστέον, one must do, Soph., Eur.