διόλου: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0634.png Seite 634]] d. i. δι' ὅλου, s. [[ὅλος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0634.png Seite 634]] d. i. δι' ὅλου, s. [[ὅλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>p.</i> δι’ ὅλου. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διόλου''': ἐπίρρ., δι’ ὅλου (πρβλ. [[καθόλου]]), ὁλοκλήρως, παντελῶς, Φωκυλ. 2, Ἀριστ. Ποιτ. 24, 3, Ἀνθ. Π. 5. 158. | |lstext='''διόλου''': ἐπίρρ., δι’ ὅλου (πρβλ. [[καθόλου]]), ὁλοκλήρως, παντελῶς, Φωκυλ. 2, Ἀριστ. Ποιτ. 24, 3, Ἀνθ. Π. 5. 158. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:20, 1 October 2022
English (LSJ)
Adv. for δι' ὅλου (cf. καθόλου), altogether, Phoc.2 A, Arist.Po.1459b16, etc.; of time, always, LXX 1 Ma.6.18, AP5.157 (Asclep.), Lyr.Alex.Adesp.37.5, Ev.Jo.19.23, etc.
Spanish (DGE)
adv., frec. diuissim δι' ὅλου
1 sent. espacial, a veces c. matiz modal por completo, por entero ἀναγνώρισις γὰρ δ. es anagnórisis por entero dicho de la Odisea Arist.Po.1459b15, δ. μὲν γὰρ ὢν ὁ κόσμος πυρώδης Chrysipp.Stoic.2.186, χρόνος ... εἰς πέρατα δ. ... ἀναλυόμενος Arched.Stoic.3.263, ἐφρόντισεν δὲ ὁμοίως καὶ ὑπὲρ τῶν γινομένων δ. ... ἀργυρικῶν ζημιῶν IG 22.1028.81 (II/I a.C.), μήτε γάμον, μήτε τέκνον δ. ἴσχοι Test.Salaminia 199.15 (I d.C.), λεπτὸν ἦν δ. (la herida) era leve en todas partes Plu.Dio 34, ἑαυτῷ συγγιγνόμενος δ. Numen.11.13, cf. D.L.7.151, τοὺς δὲ κακοὺς δ. πάντας ἀποστρέφομαι AP 10.117, εἰς νότον δ. ἕως τοῦ τοίχου PMasp.109.27 (VI d.C.).
2 temp. siempre ταῦτ' ἐστὶ δ. Anon.Aulod.3.5, δ. ... φίλει με AP 5.158 (Asclep.), cf. 11.7 (Nicarch.), οὐκ ἔχομεν δ. τὸν λόγον ... εἰπεῖν Aristid.Quint.33.21, ἀτενὲς δ. βλέποντες Hld.3.13.2, οὐκ ἐπαύσατο μανιῶν δ. PMasp.2.3.20 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 634] d. i. δι' ὅλου, s. ὅλος.
French (Bailly abrégé)
p. δι’ ὅλου.
Greek (Liddell-Scott)
διόλου: ἐπίρρ., δι’ ὅλου (πρβλ. καθόλου), ὁλοκλήρως, παντελῶς, Φωκυλ. 2, Ἀριστ. Ποιτ. 24, 3, Ἀνθ. Π. 5. 158.
Greek Monolingual
(AM διόλου και δι' ὅλου) επίρρ.
μσν.- νεοελλ.
1. (με αρνητ. έννοια) καθόλου («δεν εργάζεται διόλου»)
2. (επιτατ. συνηθ. με το επίρρ. όλως) ολότελα, τελείως, εντελώς («όλως διόλου ανίκανος»)
αρχ.-μσν.
(για χρόνο) διαρκώς, πάντα
αρχ.
(καταφατ.) ολότελα, τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)· + γεν. όλου του όλος].