δυσμορφία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0684.png Seite 684]] ἡ, Häßlichkeit, Her. 6, 61 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0684.png Seite 684]] ἡ, Häßlichkeit, Her. 6, 61 u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμορφία:''' ион. [[δυσμορφίη]] ἡ безобразие, уродливость Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσμορφία:''' ἡ, [[δυσπλασία]] του σώματος, ασχήμια, [[παραμόρφωση]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δυσμορφία:''' ἡ, [[δυσπλασία]] του σώματος, ασχήμια, [[παραμόρφωση]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμορφία:''' ион. [[δυσμορφίη]] ἡ безобразие, уродливость Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσμορφία]], ἡ,<br />[[badness]] of [[form]], [[ugliness]], Hdt. [from [[δύσμορφος]]
|mdlsjtxt=[[δυσμορφία]], ἡ,<br />[[badness]] of [[form]], [[ugliness]], Hdt. [from [[δύσμορφος]]
}}
}}

Revision as of 12:56, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμορφία Medium diacritics: δυσμορφία Low diacritics: δυσμορφία Capitals: ΔΥΣΜΟΡΦΙΑ
Transliteration A: dysmorphía Transliteration B: dysmorphia Transliteration C: dysmorfia Beta Code: dusmorfi/a

English (LSJ)

ἡ, misshapenness, ugliness, Hdt.6.61, Phld. Mort.29, etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hdt.6.61
deformidad, fealdad ἐλίσσετο τὴν θεὸν ἀπαλλάξαι τῆς δυσμορφίης τὸ παιδίον Hdt.l.c., op. εὐμορφία Thphr.HP 1.4.1, cf. Democr.B 1a, Aesop.103.1, Ach.Tat.6.7.1, Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.31, Crito en Gal.12.401, App.BC 1.20, Basil.M.30.331B.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, Häßlichkeit, Her. 6, 61 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

δυσμορφία: ион. δυσμορφίη ἡ безобразие, уродливость Her.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμορφία: ἡ, κακομορφία, ἀσχημία, Ἡρόδ. 6. 61, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM δυσμορφία)
ασχήμια
νεοελλ.
κάθε παρέκκλιση του ανθρώπινου σώματος ή οργάνου του από τη φυσιολογική μορφή.

Greek Monotonic

δυσμορφία: ἡ, δυσπλασία του σώματος, ασχήμια, παραμόρφωση, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

δυσμορφία, ἡ,
badness of form, ugliness, Hdt. [from δύσμορφος