δυσδιερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer zu durchforschen; [[τόπος]] Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer zu durchforschen; [[τόπος]] Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />diffile à rechercher <i>ou</i> à explorer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διερευνάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδιερεύνητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.
|lstext='''δυσδιερεύνητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />diffile à rechercher <i>ou</i> à explorer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διερευνάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιερεύνητος Medium diacritics: δυσδιερεύνητος Low diacritics: δυσδιερεύνητος Capitals: ΔΥΣΔΙΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiereúnētos Transliteration B: dysdiereunētos Transliteration C: dysdiereynitos Beta Code: dusdiereu/nhtos

English (LSJ)

ον, hard to search thoroughly, Pl.R. 432c, D.C.51.26, Them.Or.21.254d.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explorar τόπος Pl.R.432c, τὰ στόμια αὐτοῦ (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4
fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.Or.21.254d.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu durchforschen; τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
diffile à rechercher ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, διερευνάω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιερεύνητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.

Greek Monolingual

δυσδιερεύνητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα διερευνάται.

Greek Monotonic

δυσδιερεύνητος: -ον (διερευνάω), αυτός που είναι δύσκολος να ερευνηθεί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιερεύνητος: трудный для исследования (τόπος Plat.).

Middle Liddell

δυσ-διερεύνητος, ον διερευνάω
hard to search through, Plat.