βλητός: Difference between revisions
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0449.png Seite 449]] ή, όν, geworfen, getroffen; bei Hippocr. vom Schlage gerührt; τὸ βλητόν, = [[βλητικόν]], Ael. H. A. 3, 32. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0449.png Seite 449]] ή, όν, geworfen, getroffen; bei Hippocr. vom Schlage gerührt; τὸ βλητόν, = [[βλητικόν]], Ael. H. A. 3, 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui frappe ; <i>subst.</i> τὸ βλητόν ([[ζῷον]]) ÉL animal qui blesse en frappant <i>ou</i> avec ses défenses.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[βάλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βλητός''': -ή, -όν, ([[βάλλω]]) [[βεβλημένος]], [[προσβεβλημένος]], Λατ. [[sideratus]], Ἱππ. Ὀξ. 386. Κωακ. 182· κτυπηθεὶς ὑπὸ ἀσθενείας, προσβληθείς, λεχωΐδες Καλλ. εἰς Ἄρτ. 127, πρβλ. ὁ αὐτ. εἰς Δήμ. 102. ΙΙ. ὁ πλήττων· βλητὸν (ἐνν. [[ζῷον]]), τό, [[κτῆνος]] τὸ ὁποῖον πλήττει, ἀντίθ. τῷ [[δακετὸν]] Αἰλ. Ζ. Ι. 3. 32. | |lstext='''βλητός''': -ή, -όν, ([[βάλλω]]) [[βεβλημένος]], [[προσβεβλημένος]], Λατ. [[sideratus]], Ἱππ. Ὀξ. 386. Κωακ. 182· κτυπηθεὶς ὑπὸ ἀσθενείας, προσβληθείς, λεχωΐδες Καλλ. εἰς Ἄρτ. 127, πρβλ. ὁ αὐτ. εἰς Δήμ. 102. ΙΙ. ὁ πλήττων· βλητὸν (ἐνν. [[ζῷον]]), τό, [[κτῆνος]] τὸ ὁποῖον πλήττει, ἀντίθ. τῷ [[δακετὸν]] Αἰλ. Ζ. Ι. 3. 32. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:41, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (βάλλω)
A struck, stricken, affected by a blow, hurled, shot, stunned, struck by apoplexy, affected by a stroke, palsy-stricken, Hp.Acut.17, Coac. 394; smitten by disease, λεχωΐδες Call.Dian.127, cf. Cer.102.
2 v. βλητικόν.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 golpeado esp. en medic. de enfermos que presentan hematomas como si hubieran recibido un golpe, Hp.Acut.17, en la peripneumonía, Hp.Coac.394, en la apoplejía, Hp.Morb.3.3, παιδίον βλητόν de un feto, Hp.Mul.1.78 (p.188), en una conmoción, Hp.Morb.2.8, cf. 25, de individuos muertos súbitamente por obra de Ártemis, Call.Dian.127, o de Apolo, Call.Cer.101, cf. Erot.Fr.55.
2 que puede ser golpeado o herido θνητῶν γε μὲν οὔ τινι β. ἦεν de Aquiles, Q.S.3.429.
German (Pape)
[Seite 449] ή, όν, geworfen, getroffen; bei Hippocr. vom Schlage gerührt; τὸ βλητόν, = βλητικόν, Ael. H. A. 3, 32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui frappe ; subst. τὸ βλητόν (ζῷον) ÉL animal qui blesse en frappant ou avec ses défenses.
Étymologie: adj. verb. de βάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
βλητός: -ή, -όν, (βάλλω) βεβλημένος, προσβεβλημένος, Λατ. sideratus, Ἱππ. Ὀξ. 386. Κωακ. 182· κτυπηθεὶς ὑπὸ ἀσθενείας, προσβληθείς, λεχωΐδες Καλλ. εἰς Ἄρτ. 127, πρβλ. ὁ αὐτ. εἰς Δήμ. 102. ΙΙ. ὁ πλήττων· βλητὸν (ἐνν. ζῷον), τό, κτῆνος τὸ ὁποῖον πλήττει, ἀντίθ. τῷ δακετὸν Αἰλ. Ζ. Ι. 3. 32.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α βλητός, -ή, -όν) βάλλω
αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βλήμα, να εκτοξευθεί
αρχ.
1. χτυπημένος
2. (για ζώα) ο βλητικός.