βροτοσκόπος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que acecha a los mortales]] epít. de las Erinis, A.<i>Eu</i>.499. | |dgtxt=-ον<br />[[que acecha a los mortales]] epít. de las Erinis, A.<i>Eu</i>.499. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui surveille les mortels.<br />'''Étymologie:''' [[βροτός]], [[σκέπτομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βροτοσκόπος''': -ον, παρατηρῶν τὸν ἄνθρωπον, παρακολουθῶν, ἐπίθ. τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 499. | |lstext='''βροτοσκόπος''': -ον, παρατηρῶν τὸν ἄνθρωπον, παρακολουθῶν, ἐπίθ. τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 499. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, taking note of man, Ερινύες A.Eu.499 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que acecha a los mortales epít. de las Erinis, A.Eu.499.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui surveille les mortels.
Étymologie: βροτός, σκέπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
βροτοσκόπος: -ον, παρατηρῶν τὸν ἄνθρωπον, παρακολουθῶν, ἐπίθ. τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 499.
Greek Monolingual
βροτοσκόπος, -ον (Α)
εκείνος που παρατηρεί ή παρακολουθεί τους θνητούς και τις πράξεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -σκοπος < σκοπός.
Greek Monotonic
βροτοσκόπος: -ον (σκοπέω), αυτός που κατασκοπεύει κάποιον άνθρωπο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βροτοσκόπος: наблюдающий за смертными (μαινάδες, sc. Ἐρινύες Aesch.).
Middle Liddell
σκοπέω
taking note of man, Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βροτοσκόπος -ον βροτός, σκοπός die stervelingen in de gaten houdt.