ἀκερδής: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que no reporta provecho]], [[desinteresado]] χάρις S.<i>OC</i> 1484, μόχθος <i>AP</i> 9.649 (Macedon.), cf. Pl.<i>Cra</i>.417d, D.H.6.9, φιλοτιμία Plu.<i>Arist</i>.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sin provecho]], [[desinteresadamente]] ἄρχειν Arist.<i>Pol</i>.1309<sup>a</sup>13, ἐμ πᾶσιν ἀ. καὶ ἡμέρως τὸν ἐνιαυτὸν διεξαγαγόντες <i>IG</i> 5(1).26.7 (Esparta II/I a.C.), ἀ. ... χρησαμένους τοῖς πατρῴοις Plu.2.483e.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que no reporta provecho]], [[desinteresado]] χάρις S.<i>OC</i> 1484, μόχθος <i>AP</i> 9.649 (Macedon.), cf. Pl.<i>Cra</i>.417d, D.H.6.9, φιλοτιμία Plu.<i>Arist</i>.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sin provecho]], [[desinteresadamente]] ἄρχειν Arist.<i>Pol</i>.1309<sup>a</sup>13, ἐμ πᾶσιν ἀ. καὶ ἡμέρως τὸν ἐνιαυτὸν διεξαγαγόντες <i>IG</i> 5(1).26.7 (Esparta II/I a.C.), ἀ. ... χρησαμένους τοῖς πατρῴοις Plu.2.483e.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui est le contraire d'un profit, funeste;<br /><b>2</b> qui ne recherche pas le profit, désintéressé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κέρδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκερδής''': -ές, ὁ [[ἄνευ]] κέρδους, ἐπιζήμιος, Σοφ. Ο. Κ. 1484, Πλάτ. Κρατ. 417D, κτλ.: ― μὴ φέρων [[κέρδος]], Διον. Ἁλ. 6. 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, [[ἄνευ]] κέρδους, δωρεάν, Ἀριστ. Πολ. 5. 8. 19, Πλούτ. 2. 27D. ΙΙ. ὁ μὴ ὢν [[ἄπληστος]] κέρδους, Πλουτ. Ἀριστ. 1.
|lstext='''ἀκερδής''': -ές, ὁ [[ἄνευ]] κέρδους, ἐπιζήμιος, Σοφ. Ο. Κ. 1484, Πλάτ. Κρατ. 417D, κτλ.: ― μὴ φέρων [[κέρδος]], Διον. Ἁλ. 6. 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, [[ἄνευ]] κέρδους, δωρεάν, Ἀριστ. Πολ. 5. 8. 19, Πλούτ. 2. 27D. ΙΙ. ὁ μὴ ὢν [[ἄπληστος]] κέρδους, Πλουτ. Ἀριστ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui est le contraire d'un profit, funeste;<br /><b>2</b> qui ne recherche pas le profit, désintéressé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κέρδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκερδής Medium diacritics: ἀκερδής Low diacritics: ακερδής Capitals: ΑΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: akerdḗs Transliteration B: akerdēs Transliteration C: akerdis Beta Code: a)kerdh/s

English (LSJ)

ές, A bringing no gain, unprofitable, χάρις S.OC1484, cf. Pl.Cra.417d, D.H.6.9, AP9.649 (Maced.). Adv. -δῶς without profit, Arist.Pol.1309a13, Plu.2.27d. II not greedy of gain, φιλοτιμία Id.Arist.1. Adv. -ῶς Id.2.483e.

Spanish (DGE)

-ές
1 que no reporta provecho, desinteresado χάρις S.OC 1484, μόχθος AP 9.649 (Macedon.), cf. Pl.Cra.417d, D.H.6.9, φιλοτιμία Plu.Arist.1.
2 adv. -ῶς sin provecho, desinteresadamente ἄρχειν Arist.Pol.1309a13, ἐμ πᾶσιν ἀ. καὶ ἡμέρως τὸν ἐνιαυτὸν διεξαγαγόντες IG 5(1).26.7 (Esparta II/I a.C.), ἀ. ... χρησαμένους τοῖς πατρῴοις Plu.2.483e.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui est le contraire d'un profit, funeste;
2 qui ne recherche pas le profit, désintéressé.
Étymologie: , κέρδος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκερδής: -ές, ὁ ἄνευ κέρδους, ἐπιζήμιος, Σοφ. Ο. Κ. 1484, Πλάτ. Κρατ. 417D, κτλ.: ― μὴ φέρων κέρδος, Διον. Ἁλ. 6. 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἄνευ κέρδους, δωρεάν, Ἀριστ. Πολ. 5. 8. 19, Πλούτ. 2. 27D. ΙΙ. ὁ μὴ ὢν ἄπληστος κέρδους, Πλουτ. Ἀριστ. 1.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκερδής)
αυτός που δεν φέρνει κέρδος
«ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d)
αρχ.
1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1)
2. ἀκερδῶς επίρρ.
χωρίς κέρδος, δωρεάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κερδής < κέρδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέρδεια.

Greek Monotonic

ἀκερδής: -ές (κέρδος),
I. αυτός που δεν αποφέρει κέρδος, που φέρνει χάσιμο, επιζήμιος, σε Σοφ. Πλάτ.
II. αυτός που δεν είναι άπληστος για κέρδος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκερδής:
1) невыгодный, убыточный, причиняющий вред (χάρις Soph.; ἀλυσιτελὴς καὶ ἀ. Plat.);
2) бескорыстный (φιλοτιμία Plut.).

Middle Liddell

κέρδος
I. without gain, bringing loss, Soph., Plat.
II. not greedy of gain, Plut.