ἀμφιτρής: Difference between revisions

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0145.png Seite 145]] ῆτος (τράω), nach beiden Seiten durchbohrt, mit zwei Eingängen versehen, αὐλιον Soph. Phil. 19; ἡ [[ἀμφιτρής]], sc. [[πέτρα]], ein mit einem Durchgang versehener Fels, Eur. Cycl. 701; auch Nonn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0145.png Seite 145]] ῆτος (τράω), nach beiden Seiten durchbohrt, mit zwei Eingängen versehen, αὐλιον Soph. Phil. 19; ἡ [[ἀμφιτρής]], sc. [[πέτρα]], ein mit einem Durchgang versehener Fels, Eur. Cycl. 701; auch Nonn.
}}
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />percé des deux côtés.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], τιτραίνω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιτρής''': ῆτος, ὁ, ἡ (*τράω) = τῷ ἑπομ.: - [[ἀμφιτρής]], [ἐνν. [[πέτρα]]], [[βράχος]] [[διάτρητος]], [[σπήλαιον]] ἔχον δύο εἰσόδους, Εὐρ. Κύκλ. 707· [[ὡσαύτως]] οὐδετ., δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19· πρβλ. Λοβ. Αἴ. 323.
|lstext='''ἀμφιτρής''': ῆτος, ὁ, ἡ (*τράω) = τῷ ἑπομ.: - [[ἀμφιτρής]], [ἐνν. [[πέτρα]]], [[βράχος]] [[διάτρητος]], [[σπήλαιον]] ἔχον δύο εἰσόδους, Εὐρ. Κύκλ. 707· [[ὡσαύτως]] οὐδετ., δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19· πρβλ. Λοβ. Αἴ. 323.
}}
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />percé des deux côtés.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], τιτραίνω.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιτρής Medium diacritics: ἀμφιτρής Low diacritics: αμφιτρής Capitals: ΑΜΦΙΤΡΗΣ
Transliteration A: amphitrḗs Transliteration B: amphitrēs Transliteration C: amfitris Beta Code: a)mfitrh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, (> τετραίνω) = ἀμφίτρητος; ἀμφιτρής (sc. πέτρα) rock pierced through, cave with double entrance, E. Cyc. 707 ; also neut., ἀμφιτρὴς αὔλιον S. Ph. 19.

Spanish (DGE)

-ῆτος
adj. horadado de un lado a otro (πέτρα) ἀμφιτρής E.Cyc.707, αὔλιον ἀ. cueva con entrada y salida S.Ph.19
fig. de un ciego πῶς δὲ οἱ ἀμφιτρῆτες ἀνωίχθησαν ὀπωπαί y cómo se le abrieron (a la luz) sus ojos traspasados (de oscuridad), Nonn.Par.Eu.Io.9.20.

German (Pape)

[Seite 145] ῆτος (τράω), nach beiden Seiten durchbohrt, mit zwei Eingängen versehen, αὐλιον Soph. Phil. 19; ἡ ἀμφιτρής, sc. πέτρα, ein mit einem Durchgang versehener Fels, Eur. Cycl. 701; auch Nonn.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
percé des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, τιτραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτρής: ῆτος, ὁ, ἡ (*τράω) = τῷ ἑπομ.: - ἀμφιτρής, [ἐνν. πέτρα], βράχος διάτρητος, σπήλαιον ἔχον δύο εἰσόδους, Εὐρ. Κύκλ. 707· ὡσαύτως οὐδετ., δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19· πρβλ. Λοβ. Αἴ. 323.

Greek Monolingual

ἀμφιτρής (-ῆτος), ο, η, το (Α) τετραίνω
1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα)
διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τρης < ρίζα τρη-, τέτρημαι του ρ. τετραίνω.

Greek Monotonic

ἀμφιτρής: -ῆτος, ὁ, ἡ (τετραίνω), τρυπημένος, διάτρητος από άκρη σε άκρη, ἀμφιτρής (ενν. πέτρα), δηλ. σπηλιά με διπλή είσοδο, σε Ευρ.· με ουδ. ουσ., ἀμφιτρὴς αὔλιον, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιτρής: ῆτος adj. пробуравленный насквозь, имеющий два выхода, сквозной (αὔλιον Soph.; sc. πέτρα Eur.).

Middle Liddell

[*τράω]
pierced from end to end, ἀμφιτρής [sc. πέτρα, i. e. a cave with double entrance, Eur.; with a neut. noun, ἀμφιτρὴς αὔλιον Soph.