ἀνάκτορον: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0194.png Seite 194]] τό, die Herrscherwohnung, königlicher Palast, bei Sp. bes. im plur. Häufiger: Götterwohnung, Tempel, Eur. ἐν θεοῦ ἀνακτόροις Ion. 56; Rhes. 516; Δήμητρος Simonid. 56 (IX, 147); Her. 9, 65, s. ἀνακτόριον; also bes. von der eleusinischen Demeter und dem Orakel in Delphi; Plut. Num. 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0194.png Seite 194]] τό, die Herrscherwohnung, königlicher Palast, bei Sp. bes. im plur. Häufiger: Götterwohnung, Tempel, Eur. ἐν θεοῦ ἀνακτόροις Ion. 56; Rhes. 516; Δήμητρος Simonid. 56 (IX, 147); Her. 9, 65, s. ἀνακτόριον; also bes. von der eleusinischen Demeter und dem Orakel in Delphi; Plut. Num. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />temple d'un dieu ; palais.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάκτωρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάκτορον''': τό, βασιλικὸν [[ἐνδιαίτημα]], μόνον παρὰ Βυζ.: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν κατοικητηρίων τῶν θεῶν, [[ναός]], [[σηκός]], ἄδυτον, Σιμων. 180· τὸ κρυπτὸν ἀν. Σοφ. Ἀποσπ. 696· Θέτιδος εἰς ἀν. Εὐρ. Ἀνδρ. 43, πρβλ. 117, 1112, Ἴων 55, Ρῆσ. 516· τὸ ἱρὸν ἐν Ἐλευσῖνι [[ἀνάκτορον]] ([[ἔνθα]] τὸ ἱρὸν [[ἴσως]] [[εἶναι]] [[προσθήκη]] ἐπεξηγημ.) Ἡρόδ. 9. 65. | |lstext='''ἀνάκτορον''': τό, βασιλικὸν [[ἐνδιαίτημα]], μόνον παρὰ Βυζ.: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν κατοικητηρίων τῶν θεῶν, [[ναός]], [[σηκός]], ἄδυτον, Σιμων. 180· τὸ κρυπτὸν ἀν. Σοφ. Ἀποσπ. 696· Θέτιδος εἰς ἀν. Εὐρ. Ἀνδρ. 43, πρβλ. 117, 1112, Ἴων 55, Ρῆσ. 516· τὸ ἱρὸν ἐν Ἐλευσῖνι [[ἀνάκτορον]] ([[ἔνθα]] τὸ ἱρὸν [[ἴσως]] [[εἶναι]] [[προσθήκη]] ἐπεξηγημ.) Ἡρόδ. 9. 65. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:00, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, king's dwelling, palace, in plural, AP9.657 (Marian.): mostly of the dwelling of gods, temple, shrine, Δήμητρος ἀνάκτορον ib.147 (Antag.); Θέτιδος εἰς ἀ. E.Andr.43: pl., ib.117, al., S.Fr.757; τὸ ἐν Ἐλευσῖνι ἀ. Hdt.9.65, cf. Hegesand.8, Posidon.41, Chor.p.86.24B.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 en sg. y plu. templo, santuario Θέτιδος εἰς ἀνάκτορον E.Andr.43, cf. 117, εἶμ' ἔσω δόμων ἐν οἷσι ναίω τῶνδ' ἀνακτόρων θεᾶς E.IT 66, τὸ ἐν Ἐλευσῖνι ἀνάκτορον Hdt.9.65, ἴτε Δήμητρος πρὸς ἀνάκτορον Antag.3.1, δεῖμε ... καλὸν ἀνάκτορον Call.Ap.77, ἀ. τοῖν θεοῖν Posidon.253.102, ὅπως ... ῥαίνωσι τὸ ἀνάκτορον Plu.Num.13
•en lit. crist. iglesia μυρία δ' αἰολόμορφον ἀνάκτορον ἐντὸς ἐέργει Paul.Sil.Soph.884, ἠνοίγη ἡμῖν τὰ ἀνάκτορα Gr.Nyss.Ep.1.12.
2 plu. palacio χρύσεα ... τάδ' ἀνάκτορα θῆκεν AP 9.657.
German (Pape)
[Seite 194] τό, die Herrscherwohnung, königlicher Palast, bei Sp. bes. im plur. Häufiger: Götterwohnung, Tempel, Eur. ἐν θεοῦ ἀνακτόροις Ion. 56; Rhes. 516; Δήμητρος Simonid. 56 (IX, 147); Her. 9, 65, s. ἀνακτόριον; also bes. von der eleusinischen Demeter und dem Orakel in Delphi; Plut. Num. 13.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
temple d'un dieu ; palais.
Étymologie: ἀνάκτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκτορον: τό, βασιλικὸν ἐνδιαίτημα, μόνον παρὰ Βυζ.: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν κατοικητηρίων τῶν θεῶν, ναός, σηκός, ἄδυτον, Σιμων. 180· τὸ κρυπτὸν ἀν. Σοφ. Ἀποσπ. 696· Θέτιδος εἰς ἀν. Εὐρ. Ἀνδρ. 43, πρβλ. 117, 1112, Ἴων 55, Ρῆσ. 516· τὸ ἱρὸν ἐν Ἐλευσῖνι ἀνάκτορον (ἔνθα τὸ ἱρὸν ἴσως εἶναι προσθήκη ἐπεξηγημ.) Ἡρόδ. 9. 65.
Greek Monotonic
ἀνάκτορον: τό, παλάτι, βασιλικός οίκος· λέγεται για θεούς, ναός, ιερό, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάκτορον: τό преимущ. pl. дворец, чертог, обычно Святилище, храм Soph., Eur., Her., Plut., Anth.