ἀντίμιμος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0255.png Seite 255]] ([[μιμέομαι]]), nachahmend, τινός, Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3; pass., nachgeahmt, τινί, Ar. Th. 17 u. Sp., wie Heliod.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0255.png Seite 255]] ([[μιμέομαι]]), nachahmend, τινός, Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3; pass., nachgeahmt, τινί, Ar. Th. 17 u. Sp., wie Heliod.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίμῑμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подражающий]] (τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сделанный в подражание]] (τινι Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντίμιμος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γίνει κατ' [[απομίμηση]] κάποιου άλλου, ο εντελώς όμοιος με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ο [[αντίπαλος]], ο [[αντίζηλος]]<br />β) ο [[τύπος]], το [[ομοίωμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταμορφώνεται, που εξαπατά<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> το υποκατάστατο, εκείνο που αντικαθιστά ή μπορεί να αντικαταστήσει [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=[[ἀντίμιμος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γίνει κατ' [[απομίμηση]] κάποιου άλλου, ο εντελώς όμοιος με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ο [[αντίπαλος]], ο [[αντίζηλος]]<br />β) ο [[τύπος]], το [[ομοίωμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταμορφώνεται, που εξαπατά<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> το υποκατάστατο, εκείνο που αντικαθιστά ή μπορεί να αντικαταστήσει [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίμῑμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подражающий]] (τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сделанный в подражание]] (τινι Arph.).
}}
}}

Revision as of 17:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίμῑμος Medium diacritics: ἀντίμιμος Low diacritics: αντίμιμος Capitals: ΑΝΤΙΜΙΜΟΣ
Transliteration A: antímimos Transliteration B: antimimos Transliteration C: antimimos Beta Code: a)nti/mimos

English (LSJ)

ον, A closely imitating, ἠχή, of an echo, Callistr.Stat.9; τινός Alcid. ap. Arist.Rh.1406a29; of man as a microcosm, ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως Ruf.Anat.1; ἀ. οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9, cf. Ph.2.164, Sthenidasap.Stob.47.63: c. dat., ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar. Th.17. II = μανδραγόρας, Dsc.4.75; = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.

Spanish (DGE)

-ον
I que imita de cerca, que reproduce, copia o representa c. dat. ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar.Th.17, cf. Sch.Arat.p.208.4, pero cf. εὐπαθοῦντι δὲ ἀνταποδιδόναι τὴν ἠχὴν ἀντίμιμον devolver un eco que reproduce los gritos de alegría Callistr.9.3
c. gen. ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως del hombre que es una reproducción de la organización del cosmos Ruf.Anat.1, ἀ. τοῦ οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9.3, cf. Ph.2.164, Cyr.H.Catech.6.10, κιβωτὸν ἀ. γῆς el arca (de Noé) que representa la tierra Procop.Gaz.M.87.296B, ἀ. τῆς γαλήνης τὴν ὄψιν ῥυθμίζουσιν acuerdan su rostro a la tranquilidad del mar Chrys.M.64.19
abs. Alcid. en Arist.Rh.1406a29
que imita falsamente, que es una imitación o falsificación οὐκ ἀληθῆ Χριστὸν ... τοῦ κατ' οὐρανὸν Χριστοῦ ... ἀντίμιμον ἀπεργαζόμενος Eus.DE 4.15
subst. ὁ ἀ. imitación, falsificación οἱ ἀ. τοῦ Δημιουργοῦ Clem.Al.Strom.4.13.91, cf. Hippol.Haer.5.16 (p.113.4).
II bot.
1 mandrágora, Mandragora Sp., Dsc.4.75.
2 silene, Silene gallica L., Ps.Dsc.4.28.

German (Pape)

[Seite 255] (μιμέομαι), nachahmend, τινός, Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3; pass., nachgeahmt, τινί, Ar. Th. 17 u. Sp., wie Heliod.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίμῑμος:
1) подражающий (τινος Arst.);
2) сделанный в подражание (τινι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίμῑμος: -ον, ὁ πιστῶς ἀπομιμούμενος, μ. γεν., ἀντίμιμον τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιθυμίαν Ἀλκιδ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· μετὰ δοτ. ὀφθαλμὸν ἀντίμιμον ἡλίου τροχῷ Ἀριστοφ. Θεσμ. 17.

Greek Monolingual

ἀντίμιμος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει γίνει κατ' απομίμηση κάποιου άλλου, ο εντελώς όμοιος με κάποιον άλλο
2. το αρσ. ως ουσ. α) ο αντίπαλος, ο αντίζηλος
β) ο τύπος, το ομοίωμα
μσν.
1. αυτός που μεταμορφώνεται, που εξαπατά
2. το αρσ. ως ουσ. το υποκατάστατο, εκείνο που αντικαθιστά ή μπορεί να αντικαταστήσει κάτι άλλο.