ἀπευκτός: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[execrable]] πήματα A.<i>A</i>.638, [[ἀνήρ]] A.<i>Supp</i>.790, τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.<i>Lg</i>.628c, σύνοδος Hld.7.25.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀπευκτά Pl.<i>Ep</i>.353e, Luc.<i>Laps</i>.2. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[execrable]] πήματα A.<i>A</i>.638, [[ἀνήρ]] A.<i>Supp</i>.790, τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.<i>Lg</i>.628c, σύνοδος Hld.7.25.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀπευκτά Pl.<i>Ep</i>.353e, Luc.<i>Laps</i>.2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />détestable, odieux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπεύχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπευκτός''': -ή, -όν, Λουκ. Ψευδολ. 12, Ἡλιόδ. 7. 25 ([[ἀπεύχομαι]]): ὅν τις εὔχεται νὰ μὴ ἔχῃ, [[ἐπάρατος]], πήματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 638· ἀπ. τὸ δεηθῆναι τούτων Πλάτ. Νόμ. 628C· τὰ ἀπ. ὁ αὐτ. Ἐπιστ. 353Ε. | |lstext='''ἀπευκτός''': -ή, -όν, Λουκ. Ψευδολ. 12, Ἡλιόδ. 7. 25 ([[ἀπεύχομαι]]): ὅν τις εὔχεται νὰ μὴ ἔχῃ, [[ἐπάρατος]], πήματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 638· ἀπ. τὸ δεηθῆναι τούτων Πλάτ. Νόμ. 628C· τὰ ἀπ. ὁ αὐτ. Ἐπιστ. 353Ε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, Luc.Pseudol.12, Hld.7.25: (ἀπεύχομαι):—to be deprecated, abominable, πήματα A.Ag.638; ἀ. τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.Lg.628c; τὰ ἀ. Id.Ep.353e.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
execrable πήματα A.A.638, ἀνήρ A.Supp.790, τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.Lg.628c, σύνοδος Hld.7.25.6
•subst. τὰ ἀπευκτά Pl.Ep.353e, Luc.Laps.2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
détestable, odieux.
Étymologie: ἀπεύχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπευκτός: -ή, -όν, Λουκ. Ψευδολ. 12, Ἡλιόδ. 7. 25 (ἀπεύχομαι): ὅν τις εὔχεται νὰ μὴ ἔχῃ, ἐπάρατος, πήματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 638· ἀπ. τὸ δεηθῆναι τούτων Πλάτ. Νόμ. 628C· τὰ ἀπ. ὁ αὐτ. Ἐπιστ. 353Ε.
Greek Monolingual
ἀπευκτός, -ή, -όν (Α) απεύχομαι
ο απευκταίος.
Greek Monotonic
ἀπευκτός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να απεύχεται, αποτρόπαιος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπευκτός: проклятый, ненавистный, ужасный Aesch., Plat., Luc., Anth.
Middle Liddell
to be deprecated, abominable, Aesch.