ἀφαιρετός: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0406.png Seite 406]] ή, όν, wegzunehmen, trennbar, Plat. Polit. 303 e; – ἀφαίρετος, ον, weggenommen, Paus. b. Lob. Paralip. 479. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0406.png Seite 406]] ή, όν, wegzunehmen, trennbar, Plat. Polit. 303 e; – ἀφαίρετος, ον, weggenommen, Paus. b. Lob. Paralip. 479. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qu’on peut enlever <i>ou</i> séparer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφαιρέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφαιρετός''': -όν, ὅν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 303Ε ΙΙ. προπαροξ..., ἀφαίρετος, ὁ ἀφαιρεθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2. 4, 3· (περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 479: - ἀλλ’ ὑπάρχει [[ἀμφιβολία]]). | |lstext='''ἀφαιρετός''': -όν, ὅν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 303Ε ΙΙ. προπαροξ..., ἀφαίρετος, ὁ ἀφαιρεθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2. 4, 3· (περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 479: - ἀλλ’ ὑπάρχει [[ἀμφιβολία]]). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:58, 2 October 2022
English (LSJ)
όν, A to be taken away, separable, Pl.Plt.303e, Arr.Epict.3.24.3. 2 deducted, PRev.Laws55.1 (iii B. C.).
Spanish (DGE)
-όν
1 que es separable τὰ συγγενῆ τοῦ χρυσοῦ τίμια καὶ πυρὶ μόνον ἀφαιρετά los metales preciosos de la misma familia que el oro y que sólo son separables por el fuego Pl.Plt.303e, τοῦ δεσπότου ὁ δοῦλος ὥσπερ μόριον ... ἀφαιρετόν Arist.EE 1241b23.
2 que puede ser quitado o arrebatado ὁ θεὸς ... ἀφορμὰς ἔδωκεν ... τὰ μὲν κωλυτὰ καὶ ἀφαιρετὰ ... οὐκ ἴδια, τὰ δ' ἀκώλυτα ἴδια Dios ... concedió recursos ... unos que pueden ser prohibidos y arrebatados ... no propios, otros que no pueden ser prohibidos, propios Arr.Epict.3.24.3.
German (Pape)
[Seite 406] ή, όν, wegzunehmen, trennbar, Plat. Polit. 303 e; – ἀφαίρετος, ον, weggenommen, Paus. b. Lob. Paralip. 479.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qu’on peut enlever ou séparer.
Étymologie: ἀφαιρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαιρετός: -όν, ὅν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 303Ε ΙΙ. προπαροξ..., ἀφαίρετος, ὁ ἀφαιρεθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2. 4, 3· (περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 479: - ἀλλ’ ὑπάρχει ἀμφιβολία).
Greek Monotonic
ἀφαιρετός: -όν, αυτός που μπορεί να αφαιρεθεί, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφαιρετός: отделимый, устранимый (πυρὶ μόνον Plat.).