ἀφαιρετός

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαιρετός Medium diacritics: ἀφαιρετός Low diacritics: αφαιρετός Capitals: ΑΦΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: aphairetós Transliteration B: aphairetos Transliteration C: afairetos Beta Code: a)faireto/s

English (LSJ)

ἀφαιρετόν,
A to be taken away, separable, Pl.Plt. 303e, Arr.Epict.3.24.3.
2 deducted, PRev.Laws55.1 (iii B. C.).

Spanish (DGE)

-όν
1 que es separable τὰ συγγενῆ τοῦ χρυσοῦ τίμια καὶ πυρὶ μόνον ἀφαιρετά los metales preciosos de la misma familia que el oro y que sólo son separables por el fuego Pl.Plt.303e, τοῦ δεσπότου ὁ δοῦλος ὥσπερ μόριον ... ἀφαιρετόν Arist.EE 1241b23.
2 que puede ser quitado o arrebatado ὁ θεὸς ... ἀφορμὰς ἔδωκεν ... τὰ μὲν κωλυτὰ καὶ ἀφαιρετὰ ... οὐκ ἴδια, τὰ δ' ἀκώλυτα ἴδια Dios ... concedió recursos ... unos que pueden ser prohibidos y arrebatados ... no propios, otros que no pueden ser prohibidos, propios Arr.Epict.3.24.3.

German (Pape)

[Seite 406] ή, όν, wegzunehmen, trennbar, Plat. Polit. 303 e; – ἀφαίρετος, ον, weggenommen, Paus. b. Lob. Paralip. 479.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qu'on peut enlever ou séparer.
Étymologie: ἀφαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφαιρετός: отделимый, устранимый (πυρὶ μόνον Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαιρετός: -όν, ὅν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 303Ε ΙΙ. προπαροξ..., ἀφαίρετος, ὁ ἀφαιρεθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2. 4, 3· (περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 479: - ἀλλ’ ὑπάρχει ἀμφιβολία).

Greek Monotonic

ἀφαιρετός: -όν, αυτός που μπορεί να αφαιρεθεί, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[From ἀφαιρέω
to be taken away, separable, Plat.