ἁρμογή: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0355.png Seite 355]] ([[ἁρμόζω]]), ἡ, Zusammenfügung, μερῶν Pol. 6, 18, 1; vgl. 11, 9, 1; στόματος, Oeffnung, Luc. Alex. 14 u. a. Sp. – Eupolis bei Poll. 4, 8 braucht es für [[ἁρμονία]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0355.png Seite 355]] ([[ἁρμόζω]]), ἡ, Zusammenfügung, μερῶν Pol. 6, 18, 1; vgl. 11, 9, 1; στόματος, Oeffnung, Luc. Alex. 14 u. a. Sp. – Eupolis bei Poll. 4, 8 braucht es für [[ἁρμονία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁρμογή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> соединение, связывание; связь (τῶν μερῶν τινος εἴς τι Polyb.; [[μῖξις]] καὶ ἁ. τῶν σωμάτων Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[место соединения]], [[разрез]] (τοῦ στόματος Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἁρμογή]])<br /><b>1.</b> το [[σημείο]] όπου εφαρμόζουν δύο πράγματα<br /><b>2.</b> η [[σύνδεση]] των οστών, η [[άρθρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σύμφυση]] δύο οστών ([[χωρίς]] [[άρθρωση]])<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> η [[αρμονία]]<br /><b>3.</b> «κώλων [[ἁρμογή]]» — η [[σύνδεση]] των προτάσεων. | |mltxt=η (AM [[ἁρμογή]])<br /><b>1.</b> το [[σημείο]] όπου εφαρμόζουν δύο πράγματα<br /><b>2.</b> η [[σύνδεση]] των οστών, η [[άρθρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σύμφυση]] δύο οστών ([[χωρίς]] [[άρθρωση]])<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> η [[αρμονία]]<br /><b>3.</b> «κώλων [[ἁρμογή]]» — η [[σύνδεση]] των προτάσεων. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, (ἁρμόζω) A joining, junction, Luc.Zeux.6; fitting, arrangement, Plb.6.18.1. 2 joint in masonry, J.AJ15.11.3, Hdn.3.3.7. 3 Lit. Crit., κώλων ἁ. getting together, junction, arrangement of clauses, D.H.Comp.8, cf. 23; ὀνομάτων ib.26; of letters, ib.22; adjustment of parts in an organized whole, ἁ. τοῖς ὅλοις Phld.Po.2.17; ἑλληνισμὸς ἀποτελεῖται καὶ ἁ. τις ib.18. 4 Medic., joining of two bones without motion, = σύμφυσις, opp. ἄρθρον, Gal.19.460. 5 in Music, = ἁρμονία, method of tuning a stringed instrument, Ptol.Harm. 2.6; modulation, Eup.11; opp. ἀναρμοστία, Plot.3.6.2. 6 in Painting, gradation of tints in transition, Plin.HN35.29.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. ἁρμογά Luc.Trag.89; lat. harmoge Plin.HN 35.29
I de elementos concretos
1 ensamblaje, ajuste de armas τὴν ἐκ τῆς ἐπισκευῆς ἁρμογὴν τῶν ὅπλων Plb.11.9.1, τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι ... πηχῶν, κατὰ τὴν ἁρμογὴν ... δεκατεττάρων Plb.18.29.2
•en construcción unión, juntura λίθων D.S.2.49, cf. I.AI 15.399
•de un recipiente ajuste, cierre κηρῷ λευκῷ καὶ ψιμυθίῳ τὴν ἁρμογὴν τοῦ πώματος συγκεκολλημένον Luc.Alex.14
•juntura de los labios, rictus de la Atenea Lemnia de Fidias, Luc.Im.6.
2 medic. op. ἄρθρον sínfisis Gal.19.460.
3 unión, acoplamiento del nacimiento de Afrodita σταγόνων ... κόσμιον ἁρμογὰν ἁλίοις ἐνὶ κύμασι Luc.Trag.89, de centauros ἡ ἁ. τῶν σωμάτων, καθ' ὃ συνάπτεται ... τῷ γυναικείῳ τὸ ἱππικόν Luc.Zeux.6.
II fig. de elementos abstr.
1 ajuste, armonía κἀν τῷ βίῳ οὐδεμί' ἔ[στ] αι ἁ. τ[οῖς] ὅλοις Phld.Po.B10.1.21, τῶν μερῶν τῆς πολιτείας Plb.6.51.2.
2 crít. lit. encaje, conexión de la voz καὶ μάλιστα ταῖς [κα] λαῖς ἁρμογαις ἱκανὴν φωνήν Phld.Po.A 1.23, cf. B 10.2.24, κώλων D.H.Comp.8.1, cf. 23.6, ὀνομάτων D.H.Comp.26.1, en las sílabas Gramm.Pap.9.25.
3 mús. afinación de instrumentos de cuerda ταύτην ἐγὼ 'ζήτουν πάλαι τὴν ἁρμογήν Eup.8, τοῖς τε ἐν τῇ λύρᾳ στερεοῖς ἐφαρμόσει ... κατὰ τὰς ... ἁρμογάς Ptol.Harm.49.1, cf. Phryn.PS p.24.16
•sintonización de tonos, armonía διτοναία ἁ. Ptol.Harm.44.14, τὴν πρώτην ἁρμογὴν ἰσοτόνους ... τοὺς φθόγγους καθιστάνειν Ptol.Harm.84.19, cf. Plot.3.6.2, τόνου καὶ φωνῆς Hsch., Sud.
4 en pintura gradación de colores, Plin.HN 35.29.
German (Pape)
[Seite 355] (ἁρμόζω), ἡ, Zusammenfügung, μερῶν Pol. 6, 18, 1; vgl. 11, 9, 1; στόματος, Oeffnung, Luc. Alex. 14 u. a. Sp. – Eupolis bei Poll. 4, 8 braucht es für ἁρμονία.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμογή: ἡ
1) соединение, связывание; связь (τῶν μερῶν τινος εἴς τι Polyb.; μῖξις καὶ ἁ. τῶν σωμάτων Luc.);
2) место соединения, разрез (τοῦ στόματος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμογή: ἡ, (ἁρμόζω) συναφή, σύναψις, Λουκ. Ζεῦξ. 6: ἐφαρμογή, Πολύβ. 6. 18, 1, κτλ. 2) ἡ συναφὴ δύο ὀστῶν ἀκινήτων = σύμφυσις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄρθρον, Γαλην. 19. 460, πρβλ. 2. 734. ΙΙ. = ἁρμονία, Εὔπολ. ἐν «Αἰξίν» 13.
Greek Monolingual
η (AM ἁρμογή)
1. το σημείο όπου εφαρμόζουν δύο πράγματα
2. η σύνδεση των οστών, η άρθρωση
αρχ.
1. η σύμφυση δύο οστών (χωρίς άρθρωση)
2. μουσ. η αρμονία
3. «κώλων ἁρμογή» — η σύνδεση των προτάσεων.