ἐμμαπέως: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0807.png Seite 807]] ([[μάρπτω]], μαπεῖν, also im Griff, schnell zugreifend), sofort, sogleich, rasch; ἀπόρουσε Il. 5, 836; ὑπάκουσε Od. 14, 485; h. Ven. 118; [[ὑπέδεκτο]] Hes. Sc. 442. – Andere leiteten es von ἅμα τῷ ἔπει ab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0807.png Seite 807]] ([[μάρπτω]], μαπεῖν, also im Griff, schnell zugreifend), sofort, sogleich, rasch; ἀπόρουσε Il. 5, 836; ὑπάκουσε Od. 14, 485; h. Ven. 118; [[ὑπέδεκτο]] Hes. Sc. 442. – Andere leiteten es von ἅμα τῷ ἔπει ab.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />vite, rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μαπέειν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμμᾰπέως''': ἐπίρρ. «ἐνεργῶς, [[ταχέως]], ἑτοίμως, σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς» (Σχόλ.)· [[ἐμμαπέως]] ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 836· ὑπάκουσε Ὀδ. Ξ. 485· [[ὑπέδεκτο]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 442. [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ ἅμα τῷ εἰπεῖν: ἄλλοι [[κάλλιον]] ἐκ τοῦ [[μαπέειν]], δράττεσθαι προθύμως.
|lstext='''ἐμμᾰπέως''': ἐπίρρ. «ἐνεργῶς, [[ταχέως]], ἑτοίμως, σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς» (Σχόλ.)· [[ἐμμαπέως]] ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 836· ὑπάκουσε Ὀδ. Ξ. 485· [[ὑπέδεκτο]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 442. [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ ἅμα τῷ εἰπεῖν: ἄλλοι [[κάλλιον]] ἐκ τοῦ [[μαπέειν]], δράττεσθαι προθύμως.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />vite, rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μαπέειν]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 14:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμᾰπέως Medium diacritics: ἐμμαπέως Low diacritics: εμμαπέως Capitals: ΕΜΜΑΠΕΩΣ
Transliteration A: emmapéōs Transliteration B: emmapeōs Transliteration C: emmapeos Beta Code: e)mmape/ws

English (LSJ)

Adv., (μαπέειν) quickly, hastily, ἐ. ἀπόρουσε Il.5.836; ὑπάκουσε Od.14.485, h.Ven.180; ὑπέδεκτο Hes.Sc.442.

Spanish (DGE)

(ἐμμᾰπέως)
adv. con prontitud, con diligencia, inmediatamente ὁ δ' ἄρ' ἐ. ἀπόρουσεν Il.5.836, ἐ. ὑπάκουσεν Od.14.485, h.Ven.180, cf. Hes.Sc.442, Io Eleg.3.

German (Pape)

[Seite 807] (μάρπτω, μαπεῖν, also im Griff, schnell zugreifend), sofort, sogleich, rasch; ἀπόρουσε Il. 5, 836; ὑπάκουσε Od. 14, 485; h. Ven. 118; ὑπέδεκτο Hes. Sc. 442. – Andere leiteten es von ἅμα τῷ ἔπει ab.

French (Bailly abrégé)

adv.
vite, rapidement.
Étymologie: ἐν, μαπέειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμᾰπέως: ἐπίρρ. «ἐνεργῶς, ταχέως, ἑτοίμως, σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς» (Σχόλ.)· ἐμμαπέως ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 836· ὑπάκουσε Ὀδ. Ξ. 485· ὑπέδεκτο Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 442. Κατὰ τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ ἅμα τῷ εἰπεῖν: ἄλλοι κάλλιον ἐκ τοῦ μαπέειν, δράττεσθαι προθύμως.

English (Autenrieth)

instantly, Il. 5.836 and Od. 14.485.

Greek Monolingual

ἐμμαπέως (Α)
επίρρ. γρήγορα ή με προθυμία.

Greek Monotonic

ἐμμᾰπέως: επίρρ., γρήγορα, ταχέως, πάραυτα, βιαστικά, εσπευσμένα, στα γρήγορα, σε Όμηρ. (πιθ. από τα μαπέειν, μάρπτω, αρπάζω, πιάνω, δράττομαι με προθυμία).

Russian (Dvoretsky)

ἐμμᾰπέως: μάρπτω быстро, немедленно, тотчас же Hom., HH, Hes.

Frisk Etymological English

See also: s. μαπέειν.

Middle Liddell


quickly, readily, hastily, Hom. [Perh. from μαπέειν, μάρπτω, to seize eagerly.]

Frisk Etymology German

ἐμμαπέως: {emmapéōs}
Grammar: Adv.
Meaning: sofort, rasch (ep. seit Il.).
Etymology: Zu *ἐμμαπής zugreifend von *ἐμμαπεῖν, s. μαπέειν.
Page 1,505