ἐμπολεύς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] ὁ, der Einkäufer, Kaufmann, Phani. 7 (VI, 304).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] ὁ, der Einkäufer, Kaufmann, Phani. 7 (VI, 304).
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />marchand, traficant, acheteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπολεύς''': έως, ὁ, [[ἔμπορος]], [[πραγματευτής]], Ἀνθ. Π. 6. 304.
|lstext='''ἐμπολεύς''': έως, ὁ, [[ἔμπορος]], [[πραγματευτής]], Ἀνθ. Π. 6. 304.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />marchand, traficant, acheteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπολεύς Medium diacritics: ἐμπολεύς Low diacritics: εμπολεύς Capitals: ΕΜΠΟΛΕΥΣ
Transliteration A: empoleús Transliteration B: empoleus Transliteration C: empoleys Beta Code: e)mpoleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, merchant, trafficker, AP6.304 (Phan.).

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
comprador, cliente με λάβ' εὐάρχαν πρῷον ἐμπολέα AP 6.304 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 816] ὁ, der Einkäufer, Kaufmann, Phani. 7 (VI, 304).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
marchand, traficant, acheteur.
Étymologie: ἐμπολάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολεύς: έως, ὁ, ἔμπορος, πραγματευτής, Ἀνθ. Π. 6. 304.

Greek Monolingual

ἐμπολεύς ο (Α)
έμπορος, πραματευτής (ἔλθ' ἀπὸ πέτρας καί με λάβ' ἐμπολέα», Φανίας, Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐμπολεύς: -έως, ὁ, έμπορος, πραματευτής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολεύς: έως ὁ покупатель Anth.

Middle Liddell

ἐμπολεύς, έως, n
a merchant, trafficker, Anth. [from ἐμπολή