ἐξαμελέω: Difference between revisions

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] ganz vernachlässigen, τῶν [[ἑωυτοῦ]] Her. 1, 97; Sp.; absol., Plut. Art. 22; pass., ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Cam. 18; aber Arist. Eth. 10, 9 ἐν ταῖς πόλεσιν ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων = man bekümmert sich nicht darum.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] ganz vernachlässigen, τῶν [[ἑωυτοῦ]] Her. 1, 97; Sp.; absol., Plut. Art. 22; pass., ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Cam. 18; aber Arist. Eth. 10, 9 ἐν ταῖς πόλεσιν ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων = man bekümmert sich nicht darum.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>pf.</i> ἐξημέληκα;<br />négliger complètement : τινος qch ; • <i>impers.</i> ἐξημέληται περὶ [[τῶν]] τοιούτων ARSTT on n’a pris aucun soin de ces sortes de choses.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀμελέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰμελέω''': παραμελῶ ἐντελῶς, τῶν ἐωυτοῦ ἐξημεληκότα Ἡρόδ. 1. 97· ἀπολ., δεικνύω ἀμέλειαν, ἀδιαφορίαν, ἐπὶ δὲ τῶν γυναικῶν ἐξημέληκεν (ὁ [[νομοθέτης]]) Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 6. - Παθ., ἀπροσώπ., ἐν δὲ ταῖς πλείσταις τῶν [[πόλεων]] ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων, παρημελήθησαν τὰ τοιαῦτα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπ., ἐξαμελουμένων τῶν παίδων, παραμελουμένων, [[αὐτόθι]] 14, Πλουτ. Κάμιλλ. 18.
|lstext='''ἐξᾰμελέω''': παραμελῶ ἐντελῶς, τῶν ἐωυτοῦ ἐξημεληκότα Ἡρόδ. 1. 97· ἀπολ., δεικνύω ἀμέλειαν, ἀδιαφορίαν, ἐπὶ δὲ τῶν γυναικῶν ἐξημέληκεν (ὁ [[νομοθέτης]]) Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 6. - Παθ., ἀπροσώπ., ἐν δὲ ταῖς πλείσταις τῶν [[πόλεων]] ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων, παρημελήθησαν τὰ τοιαῦτα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπ., ἐξαμελουμένων τῶν παίδων, παραμελουμένων, [[αὐτόθι]] 14, Πλουτ. Κάμιλλ. 18.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>pf.</i> ἐξημέληκα;<br />négliger complètement : τινος qch ; • <i>impers.</i> ἐξημέληται περὶ [[τῶν]] τοιούτων ARSTT on n’a pris aucun soin de ces sortes de choses.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀμελέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰμελέω Medium diacritics: ἐξαμελέω Low diacritics: εξαμελέω Capitals: ΕΞΑΜΕΛΕΩ
Transliteration A: exameléō Transliteration B: exameleō Transliteration C: eksameleo Beta Code: e)camele/w

English (LSJ)

to be utterly careless of, τινός Hdt.1.97: abs., show no care, be negligent, ἐπὶ τῶν γυναικῶν Arist.Pol.1269b22:—Pass.impers., ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων no care is taken .., Id.EN1180a27; ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Plu.Cam.18; ἐξαμελουμένων [τῶν παίδων] being uncared for, Arist.EN1180a30; -ούμενον ἅπαν χεῖρον γίγνεται Thphr.HP3.2.2.

Spanish (DGE)

despreocuparse de, descuidar por completo c. gen. o giro prep. οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν τῶν ἑωυτοῦ ἐξημεληκότα ... δικάζειν Hdt.1.97, τῶν ὄνων SB 9150.22 (I d.C.), ἐπὶ δὲ τῶν γυναικῶν ἐξημέληκεν Arist.Pol.1269b22
en v. pas. ser objeto de negligencia o despreocupación, estar descuidado o abandonado ἐξαμελούμενον γὰρ ἅπαν ... ἀπαγριοῦται todo lo que se tiene descuidado se asilvestra Thphr.HP 3.2.2, cf. Arist.EN 1180a30, ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Plu.Cam.18, τὴν γένναν αὐτοῦ ... ἐξάμεληθεῖσαν Aristid.Or.46.14, αὐτό (τὸ πλοῖον) PLond.1932.5 (III a.C.)
impers. ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων no se ha tenido cuidado de tales cosas Arist.EN 1180a27.

German (Pape)

[Seite 867] ganz vernachlässigen, τῶν ἑωυτοῦ Her. 1, 97; Sp.; absol., Plut. Art. 22; pass., ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Cam. 18; aber Arist. Eth. 10, 9 ἐν ταῖς πόλεσιν ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων = man bekümmert sich nicht darum.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pf. ἐξημέληκα;
négliger complètement : τινος qch ; • impers. ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων ARSTT on n’a pris aucun soin de ces sortes de choses.
Étymologie: ἐξ, ἀμελέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰμελέω: παραμελῶ ἐντελῶς, τῶν ἐωυτοῦ ἐξημεληκότα Ἡρόδ. 1. 97· ἀπολ., δεικνύω ἀμέλειαν, ἀδιαφορίαν, ἐπὶ δὲ τῶν γυναικῶν ἐξημέληκεν (ὁ νομοθέτης) Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 6. - Παθ., ἀπροσώπ., ἐν δὲ ταῖς πλείσταις τῶν πόλεων ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων, παρημελήθησαν τὰ τοιαῦτα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπ., ἐξαμελουμένων τῶν παίδων, παραμελουμένων, αὐτόθι 14, Πλουτ. Κάμιλλ. 18.

Greek Monotonic

ἐξᾰμελέω: παραμελώ κάτι εντελώς, με γεν., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰμελέω: оставлять без внимания, не заботиться, пренебрегать (τινός Her. и ἐπί τινος Arst.); med. impers. ἐξημέληται περὶ τούτων Arst. на это не обращается никакого внимания; pass. быть в пренебрежении, быть заброшенным Arst., Plut.

Middle Liddell


to be utterly careless of a thing, c. gen., Hdt.