διαειπέμεν: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>inf. épq. de</i> [[διεῖπον]].
|btext=<i>inf. épq. de</i> [[διεῖπον]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαειπέμεν:''' эп. inf. к [[διεῖπον]] I.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαειπέμεν:''' Επικ. αντί <i>δι-ειπεῖν</i>, απαρ. αορ. βʹ του [[διεῖπον]].
|lsmtext='''διαειπέμεν:''' Επικ. αντί <i>δι-ειπεῖν</i>, απαρ. αορ. βʹ του [[διεῖπον]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαειπέμεν:''' эп. inf. к [[διεῖπον]] I.
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαειπέμεν Medium diacritics: διαειπέμεν Low diacritics: διαειπέμεν Capitals: ΔΙΑΕΙΠΕΜΕΝ
Transliteration A: diaeipémen Transliteration B: diaeipemen Transliteration C: diaeipemen Beta Code: diaeipe/men

English (LSJ)

διαϝειπάμενος, v. διεῖπον.

Spanish (DGE)

v. διαλέγω.

German (Pape)

[Seite 577] ep. = διειπεῖν, Od. 4, 215.

French (Bailly abrégé)

inf. épq. de διεῖπον.

Russian (Dvoretsky)

διαειπέμεν: эп. inf. к διεῖπον I.

Greek (Liddell-Scott)

διαειπέμεν: ἴδε ἐν λ. διεῖπον.

English (Autenrieth)

see διεῖπον.

Greek Monotonic

διαειπέμεν: Επικ. αντί δι-ειπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του διεῖπον.