δημοκόλαξ: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ακος (ὁ) :<br />flatteur du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[κόλαξ]]. | |btext=ακος (ὁ) :<br />flatteur du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[κόλαξ]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δημοκόλαξ -ακος, ὁ [δῆμος, κόλαξ] vleier van het volk. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δημοκόλαξ:''' ᾰκος ὁ льстящий народу Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δημοκόλαξ:''' ὁ, [[κόλακας]] του δήμου, αυτός που κολακεύει τη λαϊκή [[μάζα]], τον όχλο, σε Λουκ. | |lsmtext='''δημοκόλαξ:''' ὁ, [[κόλακας]] του δήμου, αυτός που κολακεύει τη λαϊκή [[μάζα]], τον όχλο, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=a [[mob]]-[[flatterer]], Luc. | |mdlsjtxt=a [[mob]]-[[flatterer]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ακος, ὁ, mob-flatterer, D.H.6.60, Luc.Dem.Enc.31.
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ
adulador del pueblo πᾶς τύραννος ἐκ δημοκόλακος φύεται D.H.6.60, cf. Luc.Dem.Enc.31, de César, D.C.Epit.Xiph.10.7, de los sofistas, op. πολιτικός Mich.in EN 616.13.
German (Pape)
[Seite 563] ακος, ὁ, Volksschmeichler, Dion. Hal. 6, 60; Luc. Dem. enc. 31.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
flatteur du peuple.
Étymologie: δῆμος, κόλαξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημοκόλαξ -ακος, ὁ [δῆμος, κόλαξ] vleier van het volk.
Russian (Dvoretsky)
δημοκόλαξ: ᾰκος ὁ льстящий народу Luc.
Greek (Liddell-Scott)
δημοκόλαξ: ὁ, ὁ τὸν δῆμον κολακεύων, Διον.Ἁλ. 6.60, Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ.31.
Greek Monotonic
δημοκόλαξ: ὁ, κόλακας του δήμου, αυτός που κολακεύει τη λαϊκή μάζα, τον όχλο, σε Λουκ.