Κλῶθες: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br />les Fileuses, <i>divinités qui filent la trame de la vie des hommes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλώθω]].
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br />les Fileuses, <i>divinités qui filent la trame de la vie des hommes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλώθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''Κλῶθες:''' αἱ Пряхи, т. е. Μοῖραι Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κλῶθες:''' -ων, αἱ, οι Κλωθούσες, όνομα των Μοιρών ή των θεοτήτων της Τύχης, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''Κλῶθες:''' -ων, αἱ, οι Κλωθούσες, όνομα των Μοιρών ή των θεοτήτων της Τύχης, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κλῶθες:''' αἱ Пряхи, т. е. Μοῖραι Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />the spinners, a [[name]] of the Parcae or goddesses of [[fate]], Od.
|mdlsjtxt=<br />the spinners, a [[name]] of the Parcae or goddesses of [[fate]], Od.
}}
}}

Revision as of 12:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κλῶθες Medium diacritics: Κλῶθες Low diacritics: Κλώθες Capitals: ΚΛΩΘΕΣ
Transliteration A: Klō̂thes Transliteration B: Klōthes Transliteration C: Klothes Beta Code: *klw=qes

English (LSJ)

ων, αἱ, Spinners, name of the Goddesses of fate, πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γεινομένῳ νήσαντο λίνῳ Od.7.197 (v.l. Κατακλῶθες: v.l. ap.Eust. ἅσσα οἱ Αἶσα κατακλώθῃσι βαρεῖα, with next line omitted).

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
les Fileuses, divinités qui filent la trame de la vie des hommes.
Étymologie: κλώθω.

Russian (Dvoretsky)

Κλῶθες: αἱ Пряхи, т. е. Μοῖραι Hom.

Greek (Liddell-Scott)

Κλῶθες: -αἱ, ἀντὶ Κλωθοί, αἱ κλώθουσαι, ὄνομα τῶν Μοιρῶν, πείσεται ἅσσα οἱ Αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γειναμένῳ νήσαντο λίνῳ (πρβλ. Κλωθώ) Ὀδ. Η. 197· ἔνθα κοινῶς: Κατακλῶθες· ὑπάρχει διάφ. γραφ. ἅσσα οἱ Αἶσα κατακλώθῃσι βαρεῖα, παραλειπομένου τοῦ ἑπομένου στίχου, ὅπερ συμφωνεῖ κάλλιον πρὸς τὸ ἐν Ἰλ. Υ. 127., Ω. 210.

English (Autenrieth)

the ‘Spinsters,’ i. e. the Fates, Od. 7.197†.

Greek Monotonic

Κλῶθες: -ων, αἱ, οι Κλωθούσες, όνομα των Μοιρών ή των θεοτήτων της Τύχης, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell


the spinners, a name of the Parcae or goddesses of fate, Od.