Μαργίτης: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />Margitès :<br /><b>1</b> n. d'un personnage sot et infatué de lui-même;<br /><b>2</b> titre d'un poème satirique attribué à Homère.<br />'''Étymologie:''' [[μάργος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />Margitès :<br /><b>1</b> n. d'un personnage sot et infatué de lui-même;<br /><b>2</b> titre d'un poème satirique attribué à Homère.<br />'''Étymologie:''' [[μάργος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Μαργίτης:''' ου (ῑ) ὁ Маргит (тип глупца, который, по преданию, послужил темой для одного гомеровского стихотворения) Arst., Polyb., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Μαργίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, ο [[Μαργίτης]], δηλ. [[ένας]] [[τρελός]] [[τύπος]], [[ήρωας]] ενός παρωδικού, ηρωϊκού ποιήματος, που αποδίδεται στον Όμηρο. | |lsmtext='''Μαργίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, ο [[Μαργίτης]], δηλ. [[ένας]] [[τρελός]] [[τύπος]], [[ήρωας]] ενός παρωδικού, ηρωϊκού ποιήματος, που αποδίδεται στον Όμηρο. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Μαργῑ́της, ου, ὁ, [[μάργος]]<br />Margites, i. e. a mad [[fellow]], [[hero]] of a [[mock]]-[[heroic]] [[poem]] ascribed to [[Homer]]. | |mdlsjtxt=Μαργῑ́της, ου, ὁ, [[μάργος]]<br />Margites, i. e. a mad [[fellow]], [[hero]] of a [[mock]]-[[heroic]] [[poem]] ascribed to [[Homer]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (μάργος) Margites, i. e. madman, hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, Arist.Po.1448b30, etc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Margitès :
1 n. d'un personnage sot et infatué de lui-même;
2 titre d'un poème satirique attribué à Homère.
Étymologie: μάργος.
Russian (Dvoretsky)
Μαργίτης: ου (ῑ) ὁ Маргит (тип глупца, который, по преданию, послужил темой для одного гомеровского стихотворения) Arst., Polyb., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (μάργος), δηλ. μανικός, ἠλίθιος ἄνθρωπος, ἥρως κωμικοῦ τινος ἡρωϊκοῦ ποιήματος τὸ αὐτὸ ὄνομα φέροντος καὶ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ὅμηρον· - πρβλ. τὸ Γερμ. Tyll Eugenspiegel. Ὁ Ἀριστ., Ποιητ. 4, 10, ἔχει διασώσῃ τέσσαρας στίχους τοῦ ποιήματος τούτου, - συνήθως τυπουμένους μετὰ τῶν Ὁμηρικ. ἀποσπασμάτων ἐν τέλει τῆς Ὀδ. Πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γνωστὰ συνελέγησαν ὑπὸ τοῦ Falbe ἐν Margite Homerico, 1798. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μαργείτης (οὕτω)· μωρός τις, ἢ μὴ εἰδὼς μῖξιν γυναικός, κἂν γυνὴ προτρέπηται αὐτόν», καὶ «Μαργίτης (διὰ τοῦ ι)· μωρός τις μαινόμενος».
Greek Monotonic
Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ο Μαργίτης, δηλ. ένας τρελός τύπος, ήρωας ενός παρωδικού, ηρωϊκού ποιήματος, που αποδίδεται στον Όμηρο.
Middle Liddell
Μαργῑ́της, ου, ὁ, μάργος
Margites, i. e. a mad fellow, hero of a mock-heroic poem ascribed to Homer.