κέντωρ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui pique de l'aiguillon, qui aiguillonne.<br />'''Étymologie:''' [[κεντέω]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui pique de l'aiguillon, qui aiguillonne.<br />'''Étymologie:''' [[κεντέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κέντωρ''': -ορος, ὁ, ὁ κεντῶν, [[ἡνίοχος]], κέντορες ἵππων Ἰλ. Δ. 391, Ε. 102, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 358. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κεντῶν, διατρυπῶν, κέντορι λόγχῃ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 19. 37· μύθῳ [[αὐτόθι]] 8. 150 (278).
|elnltext=κέντωρ -ορος, ὁ [κέντρον] drijver (van paarden).
}}
{{elru
|elrutext='''κέντωρ:''' ορος ὁ погоняющий стрекалом, усмиритель (ἵππων Hom.; παρδαλίων Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κέντωρ:''' -ορος, ὁ ([[κεντέω]]), αυτός που κεντρίζει, [[ηνίοχος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κέντωρ:''' -ορος, ὁ ([[κεντέω]]), αυτός που κεντρίζει, [[ηνίοχος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κέντωρ:''' ορος ὁ погоняющий стрекалом, усмиритель (ἵππων Hom.; παρδαλίων Anth.).
|lstext='''κέντωρ''': -ορος, ὁ, κεντῶν, [[ἡνίοχος]], κέντορες ἵππων Ἰλ. Δ. 391, Ε. 102, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 358. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κεντῶν, διατρυπῶν, κέντορι λόγχῃ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 19. 37· μύθῳ [[αὐτόθι]] 8. 150 (278).
}}
{{elnl
|elnltext=κέντωρ -ορος, [κέντρον] drijver (van paarden).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κέντωρ]], ορος, [[κεντέω]]<br />a goader, [[driver]], Il.
|mdlsjtxt=[[κέντωρ]], ορος, [[κεντέω]]<br />a goader, [[driver]], Il.
}}
}}

Revision as of 20:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέντωρ Medium diacritics: κέντωρ Low diacritics: κέντωρ Capitals: ΚΕΝΤΩΡ
Transliteration A: kéntōr Transliteration B: kentōr Transliteration C: kentor Beta Code: ke/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, goader, driver, κέντορες ἵππων Il.4.391, 5.102, cf. APl.4.358; κ. παρδαλίων AP7.578 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1419] ορος, ὁ, der Stachler, ἵππων, Antreiber, Il. 4, 391. 5, 102 u. sp. D., wie Ep. athl. stat. 29 (Plan. 368); παρδαλίων Agath. 92 (VII, 578); bei Nonn. Io. 19, 191 auch fem., ἡ κέντωρ λόγχη.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui pique de l'aiguillon, qui aiguillonne.
Étymologie: κεντέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέντωρ -ορος, ὁ [κέντρον] drijver (van paarden).

Russian (Dvoretsky)

κέντωρ: ορος ὁ погоняющий стрекалом, усмиритель (ἵππων Hom.; παρδαλίων Anth.).

English (Autenrieth)

ορος: goader; κέντορες ἵππων, epithet of Cadmaeans and Trojans. (Il.)

Greek Monolingual

κέντωρ, ὁ (Α)
1. ο ηνίοχος
2. ως επίθ. αυτός που κεντά, που τρυπάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον με αντίστροφη παραγωγή].

Greek Monotonic

κέντωρ: -ορος, ὁ (κεντέω), αυτός που κεντρίζει, ηνίοχος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κέντωρ: -ορος, ὁ, ὁ κεντῶν, ἡνίοχος, κέντορες ἵππων Ἰλ. Δ. 391, Ε. 102, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 358. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κεντῶν, διατρυπῶν, κέντορι λόγχῃ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 19. 37· μύθῳ αὐτόθι 8. 150 (278).

Middle Liddell

κέντωρ, ορος, κεντέω
a goader, driver, Il.