διακελευσμός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />exhortation, encouragement.<br />'''Étymologie:''' [[διακελεύομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />exhortation, encouragement.<br />'''Étymologie:''' [[διακελεύομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=διακελευσμός -οῦ, ὁ [διακελεύω] aanmoediging. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διακελευσμός:''' ὁ [[увещевание]], [[побуждение]] ([[πολλῇ]] κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διακελευσμός:''' ὁ, [[παρακίνηση]], [[προτροπή]], [[ενθάρρυνση]], σε Θουκ. | |lsmtext='''διακελευσμός:''' ὁ, [[παρακίνηση]], [[προτροπή]], [[ενθάρρυνση]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διακελευσμός''': ὁ, [[παρακίνησις]], παραθάρρυνσις, [[προτροπή]], Θουκ. 7. 71. 2) ἀμοιβαία παρότυνσις, Ἰώσηπ. Ι. Α. 3. 2, 4., 17. 9, 3. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, exhortation, cheering on, Th.7.71, J.AJ3.2.4.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
exhortación, ánimo, aliento πολλῇ κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Th.7.71, προθυμίᾳ τε καὶ διακελευσμῷ ... χρωμένων I.AI 3.53, cf. 17.216.
German (Pape)
[Seite 581] ὁ, das Zureden, Ermuntern, Thuc. 7, 71; – Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: διακελεύομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακελευσμός -οῦ, ὁ [διακελεύω] aanmoediging.
Russian (Dvoretsky)
διακελευσμός: ὁ увещевание, побуждение (πολλῇ κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Thuc.).
Greek Monolingual
διακελευσμός, ο (Α) διακελεύομαι
προτροπή, παρόρμηση.
Greek Monotonic
διακελευσμός: ὁ, παρακίνηση, προτροπή, ενθάρρυνση, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διακελευσμός: ὁ, παρακίνησις, παραθάρρυνσις, προτροπή, Θουκ. 7. 71. 2) ἀμοιβαία παρότυνσις, Ἰώσηπ. Ι. Α. 3. 2, 4., 17. 9, 3.
Middle Liddell
διακελευσμός, ὁ, [from διακελεύομαι
an exhortation, cheering on, Thuc.