βυρσοτενής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tendu de peau (tambour).<br />'''Étymologie:''' [[βύρσα]], [[τείνω]].
|btext=ής, ές :<br />tendu de peau (tambour).<br />'''Étymologie:''' [[βύρσα]], [[τείνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βυρσοτενής]] -ές en [[βυρσότονος]] -ον [[βύρσα]], [[τείνω]] met een vel bespannen (van een trommel).
}}
{{elru
|elrutext='''βυρσοτενής:''' [[обтянутый кожей]] (τύπανα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βυρσοτενής:''' -ές και βυρσό-τονος, -ον ([[τείνω]]), αυτός που έχει τεντωμένο [[δέρμα]] πάνω του, λέγεται για τα τύμπανα, σε Ευρ.
|lsmtext='''βυρσοτενής:''' -ές και βυρσό-τονος, -ον ([[τείνω]]), αυτός που έχει τεντωμένο [[δέρμα]] πάνω του, λέγεται για τα τύμπανα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βυρσοτενής:''' [[обтянутый кожей]] (τύπανα Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τείνω]]<br />with [[skin]] stretched [[over]] it, of a [[drum]], Eur.
|mdlsjtxt=[[τείνω]]<br />with [[skin]] stretched [[over]] it, of a [[drum]], Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βυρσοτενής]] -ές en [[βυρσότονος]] -ον [[βύρσα]], [[τείνω]] met een vel bespannen (van een trommel).
}}
}}

Revision as of 10:54, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βυρσοτενής Medium diacritics: βυρσοτενής Low diacritics: βυρσοτενής Capitals: ΒΥΡΣΟΤΕΝΗΣ
Transliteration A: byrsotenḗs Transliteration B: byrsotenēs Transliteration C: vyrsotenis Beta Code: bursotenh/s

English (LSJ)

ές, = βυρσότονος, τύμπανα E.Hel.1347 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ές de piel tensa τύπανα E.Hel.1347.

German (Pape)

[Seite 468] ές, mit Leder überspannt, τύμπανα Eur. Hel. 1367.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tendu de peau (tambour).
Étymologie: βύρσα, τείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βυρσοτενής -ές en βυρσότονος -ον βύρσα, τείνω met een vel bespannen (van een trommel).

Russian (Dvoretsky)

βυρσοτενής: обтянутый кожей (τύπανα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

βυρσοτενής: -ές, = βυρσότονος, τύμπανα Εὐρ. Ἑλ. 1347.

Greek Monolingual

βυρσοτενής, -ές (Α)
φρ. «βυρσοτενῆ τύμπανα» — τα τύμπανα που έχουν επάνω τους τεντωμένο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -τενής < τείνω.

Greek Monotonic

βυρσοτενής: -ές και βυρσό-τονος, -ον (τείνω), αυτός που έχει τεντωμένο δέρμα πάνω του, λέγεται για τα τύμπανα, σε Ευρ.

Middle Liddell

τείνω
with skin stretched over it, of a drum, Eur.