δυσπάλαιστος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inévitable;<br /><b>2</b> irrésistible;<br /><b>3</b> dont on ne peut venir à bout (œuvre, entreprise).<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[παλαίω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inévitable;<br /><b>2</b> irrésistible;<br /><b>3</b> dont on ne peut venir à bout (œuvre, entreprise).<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[παλαίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπάλαιστος:''' [[непреоборимый]], [[неодолимый]] ([[τῶνδε]] δωμάτων [[ἀρά]] Aesch.; [[τύχα]] Eur.; [[δύναμις]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπάλαιστος:''' -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει [[κάποιος]], [[ακατανίκητος]], [[ακαταμάχητος]], σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''δυσπάλαιστος:''' -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει [[κάποιος]], [[ακατανίκητος]], [[ακαταμάχητος]], σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπάλαιστος:''' [[непреоборимый]], [[неодолимый]] ([[τῶνδε]] δωμάτων [[ἀρά]] Aesch.; [[τύχα]] Eur.; [[δύναμις]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπᾰ́λαιστος Medium diacritics: δυσπάλαιστος Low diacritics: δυσπάλαιστος Capitals: ΔΥΣΠΑΛΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyspálaistos Transliteration B: dyspalaistos Transliteration C: dyspalaistos Beta Code: duspa/laistos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,
A hard to wrestle with, [Epich.] 254; ἀρά A.Ch.692; πράγματα Id.Supp.468; γῆρας E.Supp.1108; δύναμις X.HG5.2.18; cf. δυσπέλαστος.
2 unskilled at wrestling, Philostr.Gym.40.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-πᾰ-]
difícil de combatir, ineluctable, indomable de pers., Epich.280.5, Ἀρά A.Ch.692, πράγματα A.Supp.468, δυσπάλαιστόν ἐστιν ἀμαθία κακόν S.Fr.924, γῆρας E.Supp.1108, τύχα E.Alc.889, μοῖρα Moschio Trag.12, δύναμις X.HG 5.2.18, en la palestra ref. atletas, Philostr.Gym.40.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu bekämpfen, unbezwinglich; πράγματα Aesch. Suppl. 463; Ἀρά Ch 681; τύχη, γῆρας, Eur. Alc. 892 Suppl. 1108; δύναμις Xen. Hell. 5, 2, 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inévitable;
2 irrésistible;
3 dont on ne peut venir à bout (œuvre, entreprise).
Étymologie: δυσ-, παλαίω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπάλαιστος: непреоборимый, неодолимый (τῶνδε δωμάτων ἀρά Aesch.; τύχα Eur.; δύναμις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάλαιστος: -ον, πρὸς ὃν δυσκόλως παλαίει τις, Ἐπίχ. 98 Ahr.· ἀρὰ Αἰσχύλ. Χο. 692· πράγματα Ἰκέτ. 468· γῆρας Εὐρ. Ἰκέτ. 1108· δύναμις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2.18· πρβλ. δυσπέλαστος.

Greek Monolingual

δυσπάλαιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται στην πάλη, ανίκητος
2. αυτός που δεν είναι γυμνασμένος στην πάλη.

Greek Monotonic

δυσπάλαιστος: -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει κάποιος, ακατανίκητος, ακαταμάχητος, σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-πάλαιστος, ον [πᾰλαίω]
hard to wrestle with, Aesch., Eur., Xen.

English (Woodhouse)

unconquerable, hard to resist, hard to struggle against, irresistable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)