αὐτογέννητος: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />né du propre sein (de qqn) : αὐτογέννητα κοιμήματα [[ματρός]] SOPH commerce d'une mère (Jocaste) avec son propre enfant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[γεννάω]]. | |btext=ος, ον :<br />né du propre sein (de qqn) : αὐτογέννητα κοιμήματα [[ματρός]] SOPH commerce d'une mère (Jocaste) avec son propre enfant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[γεννάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτογέννητος:''' [[кровосмесительный]] (κοιμήματα [[ματρός]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτογέννητος:''' -ον, αυτός που δημιουργείται [[μόνος]] του, <i>αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός</i>, ερωτική [[συνεύρεση]] της μητέρας με το ίδιο της το [[παιδί]], σε Σοφ. | |lsmtext='''αὐτογέννητος:''' -ον, αυτός που δημιουργείται [[μόνος]] του, <i>αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός</i>, ερωτική [[συνεύρεση]] της μητέρας με το ίδιο της το [[παιδί]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />[[self]]-produced: αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός a [[mother]]'s [[intercourse]] with her own [[child]], Soph. | |mdlsjtxt=<br />[[self]]-produced: αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός a [[mother]]'s [[intercourse]] with her own [[child]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, = αὐτογενής: αὐ. κοιμήματα μητρός a mother's intercourse with her own child, S. Ant.864.
Spanish (DGE)
-ον
nacido de sí mismo por enálage κοιμήματα τ' αὐτογέννητα ... μητρός unión de una madre con su propio hijo S.Ant.864
•frec. en lit. crist., de Dios, Hom.Clem.16.16, de una de las tres divisiones del universo ἡ αὐ. μοῖρα Hippol.Haer.5.12.7, de las tinieblas κακὸν αὐτογέννητον Basil.M.29.36C.
German (Pape)
[Seite 396] dasselbe, αὐτογέννητα κοιμήματα ματρός Soph. Ant. 856, Jocaste's Beilager mit dem Sohne, den sie selbst geboren.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né du propre sein (de qqn) : αὐτογέννητα κοιμήματα ματρός SOPH commerce d'une mère (Jocaste) avec son propre enfant.
Étymologie: αὐτός, γεννάω.
Russian (Dvoretsky)
αὐτογέννητος: кровосмесительный (κοιμήματα ματρός Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτογέννητος: -ον, = αὐτογενής: κοιμήματά τε αὐτογέννητ’ ... μητρός, καὶ κοιμήματα μητρὸς μετὰ τοῦ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντος τέκνου, Σοφ. Ἀντ. 864· - ὡσαύτως, αὐτογεννήτωρ, ορος, ὁ, αὐτὸς ὁ πατήρ, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 239Α.
Greek Monolingual
αὐτογέννητος, -ον (Α)
αυτογενής.
Greek Monotonic
αὐτογέννητος: -ον, αυτός που δημιουργείται μόνος του, αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός, ερωτική συνεύρεση της μητέρας με το ίδιο της το παιδί, σε Σοφ.
Middle Liddell
self-produced: αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός a mother's intercourse with her own child, Soph.