βαθυρρείτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (<i>épq.</i> -αo);<br /><i>adj. m.</i><br />au courant profond.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[ῥέω]].
|btext=ου (<i>épq.</i> -αo);<br /><i>adj. m.</i><br />au courant profond.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[ῥέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαθυρρείτης]] -ου [[βαθύς]], [[ῥέω]] ep. gen. βαθυρρείταο, als adj. met diepe stroming.
}}
{{elru
|elrutext='''βαθυρρείτης:''' ου adj. m Hom., Hes. = [[βαθύρροος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθυρρείτης:''' -ου, ὁ ([[ῥέω]]) = [[βαθύρροος]], Επικ. γεν., <i>βαθυρρείταο</i> σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''βᾰθυρρείτης:''' -ου, ὁ ([[ῥέω]]) = [[βαθύρροος]], Επικ. γεν., <i>βαθυρρείταο</i> σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαθυρρείτης:''' ου adj. m Hom., Hes. = [[βαθύρροος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ῥέω] = [[βαθύρροος]], Il., Hes.]
|mdlsjtxt=[ῥέω] = [[βαθύρροος]], Il., Hes.]
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαθυρρείτης]] -ου [[βαθύς]], [[ῥέω]] ep. gen. βαθυρρείταο, als adj. met diepe stroming.
}}
}}

Revision as of 10:56, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθυρρείτης Medium diacritics: βαθυρρείτης Low diacritics: βαθυρρείτης Capitals: ΒΑΘΥΡΡΕΙΤΗΣ
Transliteration A: bathyrreítēs Transliteration B: bathyrreitēs Transliteration C: vathyrreitis Beta Code: baqurrei/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ῥέω), = βαθύρροος, Ep. gen. βαθυρρείταο Il.21.195, Hes.Th. 265.

Spanish (DGE)

(βᾰθῠρρείτης) -αο
que fluye por lo hondo del Océano Il.21.195, Hes.Th.265.

French (Bailly abrégé)

ου (épq. -αo);
adj. m.
au courant profond.
Étymologie: βαθύς, ῥέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθυρρείτης -ου βαθύς, ῥέω ep. gen. βαθυρρείταο, als adj. met diepe stroming.

Russian (Dvoretsky)

βαθυρρείτης: ου adj. m Hom., Hes. = βαθύρροος.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθυρρείτης: -ου, ὁ, (ῥέω) =βαθύρροος, Ἐπ. γεν. βαθυρρείταο Ἰλ. Φ. 195, Ἡσ. Θεογ. 265.

English (Autenrieth)

ᾶο (ῥέω): deep-flowing, deep-streaming; Ὠκεανός, Il. 21.195†.

Greek Monolingual

βαθυρρείτης, ο (Α)
(για τον Ωκεανό) αυτός που έχει βαθύ ρεύμα, που είναι βαθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ρείτης < -ρεέτης < -ρεFέτης < ρέω (πρβλ. ακαλαρρείτης)].

Greek Monotonic

βᾰθυρρείτης: -ου, ὁ (ῥέω) = βαθύρροος, Επικ. γεν., βαθυρρείταο σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

[ῥέω] = βαθύρροος, Il., Hes.]